헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σαγηφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σαγηφορέω σαγηφορήσω

형태분석: σαγηφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sa/gos

  1. to wear a cloak

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαγηφόρω

σαγηφόρεις

σαγηφόρει

쌍수 σαγηφόρειτον

σαγηφόρειτον

복수 σαγηφόρουμεν

σαγηφόρειτε

σαγηφόρουσιν*

접속법단수 σαγηφόρω

σαγηφόρῃς

σαγηφόρῃ

쌍수 σαγηφόρητον

σαγηφόρητον

복수 σαγηφόρωμεν

σαγηφόρητε

σαγηφόρωσιν*

기원법단수 σαγηφόροιμι

σαγηφόροις

σαγηφόροι

쌍수 σαγηφόροιτον

σαγηφοροίτην

복수 σαγηφόροιμεν

σαγηφόροιτε

σαγηφόροιεν

명령법단수 σαγηφο͂ρει

σαγηφορεῖτω

쌍수 σαγηφόρειτον

σαγηφορεῖτων

복수 σαγηφόρειτε

σαγηφοροῦντων, σαγηφορεῖτωσαν

부정사 σαγηφόρειν

분사 남성여성중성
σαγηφορων

σαγηφορουντος

σαγηφορουσα

σαγηφορουσης

σαγηφορουν

σαγηφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαγηφόρουμαι

σαγηφόρει, σαγηφόρῃ

σαγηφόρειται

쌍수 σαγηφόρεισθον

σαγηφόρεισθον

복수 σαγηφοροῦμεθα

σαγηφόρεισθε

σαγηφόρουνται

접속법단수 σαγηφόρωμαι

σαγηφόρῃ

σαγηφόρηται

쌍수 σαγηφόρησθον

σαγηφόρησθον

복수 σαγηφορώμεθα

σαγηφόρησθε

σαγηφόρωνται

기원법단수 σαγηφοροίμην

σαγηφόροιο

σαγηφόροιτο

쌍수 σαγηφόροισθον

σαγηφοροίσθην

복수 σαγηφοροίμεθα

σαγηφόροισθε

σαγηφόροιντο

명령법단수 σαγηφόρου

σαγηφορεῖσθω

쌍수 σαγηφόρεισθον

σαγηφορεῖσθων

복수 σαγηφόρεισθε

σαγηφορεῖσθων, σαγηφορεῖσθωσαν

부정사 σαγηφόρεισθαι

분사 남성여성중성
σαγηφορουμενος

σαγηφορουμενου

σαγηφορουμενη

σαγηφορουμενης

σαγηφορουμενον

σαγηφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαγηφορήσω

σαγηφορήσεις

σαγηφορήσει

쌍수 σαγηφορήσετον

σαγηφορήσετον

복수 σαγηφορήσομεν

σαγηφορήσετε

σαγηφορήσουσιν*

기원법단수 σαγηφορήσοιμι

σαγηφορήσοις

σαγηφορήσοι

쌍수 σαγηφορήσοιτον

σαγηφορησοίτην

복수 σαγηφορήσοιμεν

σαγηφορήσοιτε

σαγηφορήσοιεν

부정사 σαγηφορήσειν

분사 남성여성중성
σαγηφορησων

σαγηφορησοντος

σαγηφορησουσα

σαγηφορησουσης

σαγηφορησον

σαγηφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαγηφορήσομαι

σαγηφορήσει, σαγηφορήσῃ

σαγηφορήσεται

쌍수 σαγηφορήσεσθον

σαγηφορήσεσθον

복수 σαγηφορησόμεθα

σαγηφορήσεσθε

σαγηφορήσονται

기원법단수 σαγηφορησοίμην

σαγηφορήσοιο

σαγηφορήσοιτο

쌍수 σαγηφορήσοισθον

σαγηφορησοίσθην

복수 σαγηφορησοίμεθα

σαγηφορήσοισθε

σαγηφορήσοιντο

부정사 σαγηφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
σαγηφορησομενος

σαγηφορησομενου

σαγηφορησομενη

σαγηφορησομενης

σαγηφορησομενον

σαγηφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wear a cloak

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION