헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατρύχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατρύχω κατατρύξω

형태분석: κατα (접두사) + τρύχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지치게 하다, 배출하다, 고갈시키다
  1. to wear out, exhaust

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρύχω

(나는) 지치게 한다

κατατρύχεις

(너는) 지치게 한다

κατατρύχει

(그는) 지치게 한다

쌍수 κατατρύχετον

(너희 둘은) 지치게 한다

κατατρύχετον

(그 둘은) 지치게 한다

복수 κατατρύχομεν

(우리는) 지치게 한다

κατατρύχετε

(너희는) 지치게 한다

κατατρύχουσιν*

(그들은) 지치게 한다

접속법단수 κατατρύχω

(나는) 지치게 하자

κατατρύχῃς

(너는) 지치게 하자

κατατρύχῃ

(그는) 지치게 하자

쌍수 κατατρύχητον

(너희 둘은) 지치게 하자

κατατρύχητον

(그 둘은) 지치게 하자

복수 κατατρύχωμεν

(우리는) 지치게 하자

κατατρύχητε

(너희는) 지치게 하자

κατατρύχωσιν*

(그들은) 지치게 하자

기원법단수 κατατρύχοιμι

(나는) 지치게 하기를 (바라다)

κατατρύχοις

(너는) 지치게 하기를 (바라다)

κατατρύχοι

(그는) 지치게 하기를 (바라다)

쌍수 κατατρύχοιτον

(너희 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

κατατρυχοίτην

(그 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

복수 κατατρύχοιμεν

(우리는) 지치게 하기를 (바라다)

κατατρύχοιτε

(너희는) 지치게 하기를 (바라다)

κατατρύχοιεν

(그들은) 지치게 하기를 (바라다)

명령법단수 κατατρύχε

(너는) 지치게 해라

κατατρυχέτω

(그는) 지치게 해라

쌍수 κατατρύχετον

(너희 둘은) 지치게 해라

κατατρυχέτων

(그 둘은) 지치게 해라

복수 κατατρύχετε

(너희는) 지치게 해라

κατατρυχόντων, κατατρυχέτωσαν

(그들은) 지치게 해라

부정사 κατατρύχειν

지치게 하는 것

분사 남성여성중성
κατατρυχων

κατατρυχοντος

κατατρυχουσα

κατατρυχουσης

κατατρυχον

κατατρυχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρύχομαι

(나는) 지치게 된다

κατατρύχει, κατατρύχῃ

(너는) 지치게 된다

κατατρύχεται

(그는) 지치게 된다

쌍수 κατατρύχεσθον

(너희 둘은) 지치게 된다

κατατρύχεσθον

(그 둘은) 지치게 된다

복수 κατατρυχόμεθα

(우리는) 지치게 된다

κατατρύχεσθε

(너희는) 지치게 된다

κατατρύχονται

(그들은) 지치게 된다

접속법단수 κατατρύχωμαι

(나는) 지치게 되자

κατατρύχῃ

(너는) 지치게 되자

κατατρύχηται

(그는) 지치게 되자

쌍수 κατατρύχησθον

(너희 둘은) 지치게 되자

κατατρύχησθον

(그 둘은) 지치게 되자

복수 κατατρυχώμεθα

(우리는) 지치게 되자

κατατρύχησθε

(너희는) 지치게 되자

κατατρύχωνται

(그들은) 지치게 되자

기원법단수 κατατρυχοίμην

(나는) 지치게 되기를 (바라다)

κατατρύχοιο

(너는) 지치게 되기를 (바라다)

κατατρύχοιτο

(그는) 지치게 되기를 (바라다)

쌍수 κατατρύχοισθον

(너희 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

κατατρυχοίσθην

(그 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

복수 κατατρυχοίμεθα

(우리는) 지치게 되기를 (바라다)

κατατρύχοισθε

(너희는) 지치게 되기를 (바라다)

κατατρύχοιντο

(그들은) 지치게 되기를 (바라다)

명령법단수 κατατρύχου

(너는) 지치게 되어라

κατατρυχέσθω

(그는) 지치게 되어라

쌍수 κατατρύχεσθον

(너희 둘은) 지치게 되어라

κατατρυχέσθων

(그 둘은) 지치게 되어라

복수 κατατρύχεσθε

(너희는) 지치게 되어라

κατατρυχέσθων, κατατρυχέσθωσαν

(그들은) 지치게 되어라

부정사 κατατρύχεσθαι

지치게 되는 것

분사 남성여성중성
κατατρυχομενος

κατατρυχομενου

κατατρυχομενη

κατατρυχομενης

κατατρυχομενον

κατατρυχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρύξω

(나는) 지치게 하겠다

κατατρύξεις

(너는) 지치게 하겠다

κατατρύξει

(그는) 지치게 하겠다

쌍수 κατατρύξετον

(너희 둘은) 지치게 하겠다

κατατρύξετον

(그 둘은) 지치게 하겠다

복수 κατατρύξομεν

(우리는) 지치게 하겠다

κατατρύξετε

(너희는) 지치게 하겠다

κατατρύξουσιν*

(그들은) 지치게 하겠다

기원법단수 κατατρύξοιμι

(나는) 지치게 하겠기를 (바라다)

κατατρύξοις

(너는) 지치게 하겠기를 (바라다)

κατατρύξοι

(그는) 지치게 하겠기를 (바라다)

쌍수 κατατρύξοιτον

(너희 둘은) 지치게 하겠기를 (바라다)

κατατρυξοίτην

(그 둘은) 지치게 하겠기를 (바라다)

복수 κατατρύξοιμεν

(우리는) 지치게 하겠기를 (바라다)

κατατρύξοιτε

(너희는) 지치게 하겠기를 (바라다)

κατατρύξοιεν

(그들은) 지치게 하겠기를 (바라다)

부정사 κατατρύξειν

지치게 할 것

분사 남성여성중성
κατατρυξων

κατατρυξοντος

κατατρυξουσα

κατατρυξουσης

κατατρυξον

κατατρυξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρύξομαι

(나는) 지치게 되겠다

κατατρύξει, κατατρύξῃ

(너는) 지치게 되겠다

κατατρύξεται

(그는) 지치게 되겠다

쌍수 κατατρύξεσθον

(너희 둘은) 지치게 되겠다

κατατρύξεσθον

(그 둘은) 지치게 되겠다

복수 κατατρυξόμεθα

(우리는) 지치게 되겠다

κατατρύξεσθε

(너희는) 지치게 되겠다

κατατρύξονται

(그들은) 지치게 되겠다

기원법단수 κατατρυξοίμην

(나는) 지치게 되겠기를 (바라다)

κατατρύξοιο

(너는) 지치게 되겠기를 (바라다)

κατατρύξοιτο

(그는) 지치게 되겠기를 (바라다)

쌍수 κατατρύξοισθον

(너희 둘은) 지치게 되겠기를 (바라다)

κατατρυξοίσθην

(그 둘은) 지치게 되겠기를 (바라다)

복수 κατατρυξοίμεθα

(우리는) 지치게 되겠기를 (바라다)

κατατρύξοισθε

(너희는) 지치게 되겠기를 (바라다)

κατατρύξοιντο

(그들은) 지치게 되겠기를 (바라다)

부정사 κατατρύξεσθαι

지치게 될 것

분사 남성여성중성
κατατρυξομενος

κατατρυξομενου

κατατρυξομενη

κατατρυξομενης

κατατρυξομενον

κατατρυξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέτρυχον

(나는) 지치게 하고 있었다

κατέτρυχες

(너는) 지치게 하고 있었다

κατέτρυχεν*

(그는) 지치게 하고 있었다

쌍수 κατετρύχετον

(너희 둘은) 지치게 하고 있었다

κατετρυχέτην

(그 둘은) 지치게 하고 있었다

복수 κατετρύχομεν

(우리는) 지치게 하고 있었다

κατετρύχετε

(너희는) 지치게 하고 있었다

κατέτρυχον

(그들은) 지치게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετρυχόμην

(나는) 지치게 되고 있었다

κατετρύχου

(너는) 지치게 되고 있었다

κατετρύχετο

(그는) 지치게 되고 있었다

쌍수 κατετρύχεσθον

(너희 둘은) 지치게 되고 있었다

κατετρυχέσθην

(그 둘은) 지치게 되고 있었다

복수 κατετρυχόμεθα

(우리는) 지치게 되고 있었다

κατετρύχεσθε

(너희는) 지치게 되고 있었다

κατετρύχοντο

(그들은) 지치게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀμελεῖσ σεαυτοῦ καὶ προϊέσαι τὸ σῶμα καὶ κατατρύχεισ ἀεὶ φροντίσι καὶ πόνοισ ὑπὲρ ἡμῶν, οὔτε μεθ’ ἡμέραν οὔτε νυκτὸσ ἀναπαυόμενοσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 18 3:3)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 18 3:3)

  • "Δάφνι, τίσ τυ κατατρύχει; (Theocritus, Idylls, 51)

    (테오크리토스, Idylls, 51)

  • ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρουσ. (Homer, Odyssey, Book 15 42:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 15 42:2)

  • τὰ φρονέων δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ λαούσ, ὑμέτερον δὲ ἑκάστου θυμὸν ἀέξω. (Homer, Iliad, Book 17 21:9)

    (호메로스, 일리아스, Book 17 21:9)

유의어

  1. 지치게 하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION