헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτρίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτρίβω ἐπιτρίψω ἐπετρίβην

형태분석: ἐπι (접두사) + τρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 다지다, 파하다, 눌러 부수다, 짜내다
  2. 파괴하다, 파멸시키다, 망치다, 고생시키다, 괴롭히다, 죽이다, 고통을 주다, 성가시게 하다
  1. to rub on the surface, to crush, to be galled
  2. to afflict, distress, destroy, ruin, to murder, to be utterly destroyed or undone, be hung!

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτρίβω

(나는) 다진다

ἐπιτρίβεις

(너는) 다진다

ἐπιτρίβει

(그는) 다진다

쌍수 ἐπιτρίβετον

(너희 둘은) 다진다

ἐπιτρίβετον

(그 둘은) 다진다

복수 ἐπιτρίβομεν

(우리는) 다진다

ἐπιτρίβετε

(너희는) 다진다

ἐπιτρίβουσιν*

(그들은) 다진다

접속법단수 ἐπιτρίβω

(나는) 다지자

ἐπιτρίβῃς

(너는) 다지자

ἐπιτρίβῃ

(그는) 다지자

쌍수 ἐπιτρίβητον

(너희 둘은) 다지자

ἐπιτρίβητον

(그 둘은) 다지자

복수 ἐπιτρίβωμεν

(우리는) 다지자

ἐπιτρίβητε

(너희는) 다지자

ἐπιτρίβωσιν*

(그들은) 다지자

기원법단수 ἐπιτρίβοιμι

(나는) 다지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοις

(너는) 다지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοι

(그는) 다지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτρίβοιτον

(너희 둘은) 다지기를 (바라다)

ἐπιτριβοίτην

(그 둘은) 다지기를 (바라다)

복수 ἐπιτρίβοιμεν

(우리는) 다지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοιτε

(너희는) 다지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοιεν

(그들은) 다지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτρίβε

(너는) 다져라

ἐπιτριβέτω

(그는) 다져라

쌍수 ἐπιτρίβετον

(너희 둘은) 다져라

ἐπιτριβέτων

(그 둘은) 다져라

복수 ἐπιτρίβετε

(너희는) 다져라

ἐπιτριβόντων, ἐπιτριβέτωσαν

(그들은) 다져라

부정사 ἐπιτρίβειν

다지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτριβων

ἐπιτριβοντος

ἐπιτριβουσα

ἐπιτριβουσης

ἐπιτριβον

ἐπιτριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτρίβομαι

(나는) 다져진다

ἐπιτρίβει, ἐπιτρίβῃ

(너는) 다져진다

ἐπιτρίβεται

(그는) 다져진다

쌍수 ἐπιτρίβεσθον

(너희 둘은) 다져진다

ἐπιτρίβεσθον

(그 둘은) 다져진다

복수 ἐπιτριβόμεθα

(우리는) 다져진다

ἐπιτρίβεσθε

(너희는) 다져진다

ἐπιτρίβονται

(그들은) 다져진다

접속법단수 ἐπιτρίβωμαι

(나는) 다져지자

ἐπιτρίβῃ

(너는) 다져지자

ἐπιτρίβηται

(그는) 다져지자

쌍수 ἐπιτρίβησθον

(너희 둘은) 다져지자

ἐπιτρίβησθον

(그 둘은) 다져지자

복수 ἐπιτριβώμεθα

(우리는) 다져지자

ἐπιτρίβησθε

(너희는) 다져지자

ἐπιτρίβωνται

(그들은) 다져지자

기원법단수 ἐπιτριβοίμην

(나는) 다져지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοιο

(너는) 다져지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοιτο

(그는) 다져지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτρίβοισθον

(너희 둘은) 다져지기를 (바라다)

ἐπιτριβοίσθην

(그 둘은) 다져지기를 (바라다)

복수 ἐπιτριβοίμεθα

(우리는) 다져지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοισθε

(너희는) 다져지기를 (바라다)

ἐπιτρίβοιντο

(그들은) 다져지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτρίβου

(너는) 다져져라

ἐπιτριβέσθω

(그는) 다져져라

쌍수 ἐπιτρίβεσθον

(너희 둘은) 다져져라

ἐπιτριβέσθων

(그 둘은) 다져져라

복수 ἐπιτρίβεσθε

(너희는) 다져져라

ἐπιτριβέσθων, ἐπιτριβέσθωσαν

(그들은) 다져져라

부정사 ἐπιτρίβεσθαι

다져지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτριβομενος

ἐπιτριβομενου

ἐπιτριβομενη

ἐπιτριβομενης

ἐπιτριβομενον

ἐπιτριβομενου

미래 시제

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτριβήσομαι

(나는) 다져지겠다

ἐπιτριβήσῃ

(너는) 다져지겠다

ἐπιτριβήσεται

(그는) 다져지겠다

쌍수 ἐπιτριβήσεσθον

(너희 둘은) 다져지겠다

ἐπιτριβήσεσθον

(그 둘은) 다져지겠다

복수 ἐπιτριβησόμεθα

(우리는) 다져지겠다

ἐπιτριβήσεσθε

(너희는) 다져지겠다

ἐπιτριβήσονται

(그들은) 다져지겠다

기원법단수 ἐπιτριβησοίμην

(나는) 다져지겠기를 (바라다)

ἐπιτριβήσοιο

(너는) 다져지겠기를 (바라다)

ἐπιτριβήσοιτο

(그는) 다져지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτριβήσοισθον

(너희 둘은) 다져지겠기를 (바라다)

ἐπιτριβησοίσθην

(그 둘은) 다져지겠기를 (바라다)

복수 ἐπιτριβησοίμεθα

(우리는) 다져지겠기를 (바라다)

ἐπιτριβήσοισθε

(너희는) 다져지겠기를 (바라다)

ἐπιτριβήσοιντο

(그들은) 다져지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιτριβήσεσθαι

다져질 것

분사 남성여성중성
ἐπιτριβησομενος

ἐπιτριβησομενου

ἐπιτριβησομενη

ἐπιτριβησομενης

ἐπιτριβησομενον

ἐπιτριβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέτριβον

(나는) 다지고 있었다

ἐπέτριβες

(너는) 다지고 있었다

ἐπέτριβεν*

(그는) 다지고 있었다

쌍수 ἐπετρίβετον

(너희 둘은) 다지고 있었다

ἐπετριβέτην

(그 둘은) 다지고 있었다

복수 ἐπετρίβομεν

(우리는) 다지고 있었다

ἐπετρίβετε

(너희는) 다지고 있었다

ἐπέτριβον

(그들은) 다지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετριβόμην

(나는) 다져지고 있었다

ἐπετρίβου

(너는) 다져지고 있었다

ἐπετρίβετο

(그는) 다져지고 있었다

쌍수 ἐπετρίβεσθον

(너희 둘은) 다져지고 있었다

ἐπετριβέσθην

(그 둘은) 다져지고 있었다

복수 ἐπετριβόμεθα

(우리는) 다져지고 있었다

ἐπετρίβεσθε

(너희는) 다져지고 있었다

ἐπετρίβοντο

(그들은) 다져지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετρίβην

(나는) 다져졌다

ἐπετρίβης

(너는) 다져졌다

ἐπετρίβη

(그는) 다져졌다

쌍수 ἐπετρίβητον

(너희 둘은) 다져졌다

ἐπετριβήτην

(그 둘은) 다져졌다

복수 ἐπετρίβημεν

(우리는) 다져졌다

ἐπετρίβητε

(너희는) 다져졌다

ἐπετρίβησαν

(그들은) 다져졌다

접속법단수 ἐπιτρίβω

(나는) 다져졌자

ἐπιτρίβῃς

(너는) 다져졌자

ἐπιτρίβῃ

(그는) 다져졌자

쌍수 ἐπιτρίβητον

(너희 둘은) 다져졌자

ἐπιτρίβητον

(그 둘은) 다져졌자

복수 ἐπιτρίβωμεν

(우리는) 다져졌자

ἐπιτρίβητε

(너희는) 다져졌자

ἐπιτρίβωσιν*

(그들은) 다져졌자

기원법단수 ἐπιτριβείην

(나는) 다져졌기를 (바라다)

ἐπιτριβείης

(너는) 다져졌기를 (바라다)

ἐπιτριβείη

(그는) 다져졌기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτριβείητον

(너희 둘은) 다져졌기를 (바라다)

ἐπιτριβειήτην

(그 둘은) 다져졌기를 (바라다)

복수 ἐπιτριβείημεν

(우리는) 다져졌기를 (바라다)

ἐπιτριβείητε

(너희는) 다져졌기를 (바라다)

ἐπιτριβείησαν

(그들은) 다져졌기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτρίβητι

(너는) 다져졌어라

ἐπιτριβήτω

(그는) 다져졌어라

쌍수 ἐπιτρίβητον

(너희 둘은) 다져졌어라

ἐπιτριβήτων

(그 둘은) 다져졌어라

복수 ἐπιτρίβητε

(너희는) 다져졌어라

ἐπιτριβέντων

(그들은) 다져졌어라

부정사 ἐπιτριβῆναι

다져졌는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτριβεις

ἐπιτριβεντος

ἐπιτριβεισα

ἐπιτριβεισης

ἐπιτριβεν

ἐπιτριβεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δ’ ἐστὶ καὶ ῥηθῆναι κατ’ ἀξίαν ἀδύνατον τοσαῦτα πονοῦσιν καὶ κάμνουσιν ἐν ταῖσ συνουσίαισ, ὥστε πλείονοσ ἐνταῦθα καὶ ἐπὶ τοῦτο μάλιστα τῆσ ὑγιείασ δεῖσθαι, μυρίων ὄντων ὁσημέραι τῶν ἐπιτριβόντων τὸ σῶμα καὶ πρὸσ ἐσχάτην ἀπόγνωσιν καταπονούντων. (Lucian, De mercede, (no name) 6:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 6:5)

  • τοὺσ ἄνδρασ ἐπιτρίβουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 6:17)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Prologue 6:17)

  • χἂ δυσκολαίνει πρὸσ ἐμὲ καὶ βρενθύεται, ταῦτ’ αὐτὰ δή ’σθ’ ἃ κἄμ’ ἐπιτρίβει τῷ πόθῳ. (Aristophanes, Lysistrata, Lyric-Scene 1:24)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Lyric-Scene 1:24)

  • εἰ δέ τισ αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ’ ἢ κάμψειέν τινα καμπήν, οἱάσ οἱ νῦν τὰσ κατὰ Φρῦνιν ταύτασ τὰσ δυσκολοκάμπτουσ, ἐπετρίβετο τυπτόμενοσ πολλὰσ ὡσ τὰσ Μούσασ ἀφανίζων. (Aristophanes, Clouds, Agon, epirrheme5)

    (아리스토파네스, Clouds, Agon, epirrheme5)

  • οἱο͂ν ἐν συμποσίῳ φίλου κιθαρῳδὸσ ᾄδει κακῶσ ἢ πολλοῦ κωμῳδὸσ ἐωνημένοσ ἐπιτρίβει Μένανδρον, οἱ δὲ πολλοὶ κροτοῦσι καὶ θαυμάζουσιν· (Plutarch, De vitioso pudore, section 62)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 62)

유의어

  1. 파괴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION