헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκτρίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκτρίβω ἐκτρίψω ἐκτέτριμμαι

형태분석: ἐκ (접두사) + τρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 생산하다, 만들다, 제작하다, 얻다, 야기시키다
  2. 가져오다, 지우다, 데리다, 되돌아 이끌다, 이끌어나오다
  3. 지치게 하다, 닳아 없어지다, 감퇴하다
  1. to rub out, to produce, by rubbing, to rub hard
  2. to rub out, to destroy root and branch, to bring, to a wretched end
  3. to rub constantly, wear out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτρίβω

(나는) 생산한다

ἐκτρίβεις

(너는) 생산한다

ἐκτρίβει

(그는) 생산한다

쌍수 ἐκτρίβετον

(너희 둘은) 생산한다

ἐκτρίβετον

(그 둘은) 생산한다

복수 ἐκτρίβομεν

(우리는) 생산한다

ἐκτρίβετε

(너희는) 생산한다

ἐκτρίβουσιν*

(그들은) 생산한다

접속법단수 ἐκτρίβω

(나는) 생산하자

ἐκτρίβῃς

(너는) 생산하자

ἐκτρίβῃ

(그는) 생산하자

쌍수 ἐκτρίβητον

(너희 둘은) 생산하자

ἐκτρίβητον

(그 둘은) 생산하자

복수 ἐκτρίβωμεν

(우리는) 생산하자

ἐκτρίβητε

(너희는) 생산하자

ἐκτρίβωσιν*

(그들은) 생산하자

기원법단수 ἐκτρίβοιμι

(나는) 생산하기를 (바라다)

ἐκτρίβοις

(너는) 생산하기를 (바라다)

ἐκτρίβοι

(그는) 생산하기를 (바라다)

쌍수 ἐκτρίβοιτον

(너희 둘은) 생산하기를 (바라다)

ἐκτριβοίτην

(그 둘은) 생산하기를 (바라다)

복수 ἐκτρίβοιμεν

(우리는) 생산하기를 (바라다)

ἐκτρίβοιτε

(너희는) 생산하기를 (바라다)

ἐκτρίβοιεν

(그들은) 생산하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτρίβε

(너는) 생산해라

ἐκτριβέτω

(그는) 생산해라

쌍수 ἐκτρίβετον

(너희 둘은) 생산해라

ἐκτριβέτων

(그 둘은) 생산해라

복수 ἐκτρίβετε

(너희는) 생산해라

ἐκτριβόντων, ἐκτριβέτωσαν

(그들은) 생산해라

부정사 ἐκτρίβειν

생산하는 것

분사 남성여성중성
ἐκτριβων

ἐκτριβοντος

ἐκτριβουσα

ἐκτριβουσης

ἐκτριβον

ἐκτριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτρίβομαι

(나는) 생산된다

ἐκτρίβει, ἐκτρίβῃ

(너는) 생산된다

ἐκτρίβεται

(그는) 생산된다

쌍수 ἐκτρίβεσθον

(너희 둘은) 생산된다

ἐκτρίβεσθον

(그 둘은) 생산된다

복수 ἐκτριβόμεθα

(우리는) 생산된다

ἐκτρίβεσθε

(너희는) 생산된다

ἐκτρίβονται

(그들은) 생산된다

접속법단수 ἐκτρίβωμαι

(나는) 생산되자

ἐκτρίβῃ

(너는) 생산되자

ἐκτρίβηται

(그는) 생산되자

쌍수 ἐκτρίβησθον

(너희 둘은) 생산되자

ἐκτρίβησθον

(그 둘은) 생산되자

복수 ἐκτριβώμεθα

(우리는) 생산되자

ἐκτρίβησθε

(너희는) 생산되자

ἐκτρίβωνται

(그들은) 생산되자

기원법단수 ἐκτριβοίμην

(나는) 생산되기를 (바라다)

ἐκτρίβοιο

(너는) 생산되기를 (바라다)

ἐκτρίβοιτο

(그는) 생산되기를 (바라다)

쌍수 ἐκτρίβοισθον

(너희 둘은) 생산되기를 (바라다)

ἐκτριβοίσθην

(그 둘은) 생산되기를 (바라다)

복수 ἐκτριβοίμεθα

(우리는) 생산되기를 (바라다)

ἐκτρίβοισθε

(너희는) 생산되기를 (바라다)

ἐκτρίβοιντο

(그들은) 생산되기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτρίβου

(너는) 생산되어라

ἐκτριβέσθω

(그는) 생산되어라

쌍수 ἐκτρίβεσθον

(너희 둘은) 생산되어라

ἐκτριβέσθων

(그 둘은) 생산되어라

복수 ἐκτρίβεσθε

(너희는) 생산되어라

ἐκτριβέσθων, ἐκτριβέσθωσαν

(그들은) 생산되어라

부정사 ἐκτρίβεσθαι

생산되는 것

분사 남성여성중성
ἐκτριβομενος

ἐκτριβομενου

ἐκτριβομενη

ἐκτριβομενης

ἐκτριβομενον

ἐκτριβομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέτριβον

(나는) 생산하고 있었다

ἐξέτριβες

(너는) 생산하고 있었다

ἐξέτριβεν*

(그는) 생산하고 있었다

쌍수 ἐξετρίβετον

(너희 둘은) 생산하고 있었다

ἐξετριβέτην

(그 둘은) 생산하고 있었다

복수 ἐξετρίβομεν

(우리는) 생산하고 있었다

ἐξετρίβετε

(너희는) 생산하고 있었다

ἐξέτριβον

(그들은) 생산하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετριβόμην

(나는) 생산되고 있었다

ἐξετρίβου

(너는) 생산되고 있었다

ἐξετρίβετο

(그는) 생산되고 있었다

쌍수 ἐξετρίβεσθον

(너희 둘은) 생산되고 있었다

ἐξετριβέσθην

(그 둘은) 생산되고 있었다

복수 ἐξετριβόμεθα

(우리는) 생산되고 있었다

ἐξετρίβεσθε

(너희는) 생산되고 있었다

ἐξετρίβοντο

(그들은) 생산되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξῆλθε δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸσ τοὺσ γαμβροὺσ αὐτοῦ τοὺσ εἰληφότασ τὰσ θυγατέρασ αὐτοῦ καὶ εἶπεν. ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει Κύριοσ τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 19:14)

    (70인역 성경, 창세기 19:14)

  • ἐὰν ἴδῃσ συνετόν, ὄρθριζε πρὸσ αὐτόν, καὶ βαθμοὺσ θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ πούσ σου. (Septuagint, Liber Sirach 6:36)

    (70인역 성경, Liber Sirach 6:36)

  • καὶ ἀναθεὶσ δακτύλιον χαλκοῦν ἐν τῷ Ἀσκληπιείῳ τοῦτον ἐκτρίβειν στεφανοῦν ἀλείφειν ὁσημέραι. (Theophrastus, Characters, 10:2)

    (테오프라스토스, Characters, 10:2)

  • Οἱ μὲν δὴ τὸ ἑαυτῶν ἔπραξαν, ὁ δὲ λιμὸσ τὸν Ἀσδρούβαν καὶ τοὺσ Καρχηδονίουσ ἐξέτριβε· (Appian, The Foreign Wars, chapter 10 7:1)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 10 7:1)

  • ᾧ δὴ καὶ μάλιστα σφαλεὶσ ὁ Πομπήιοσ οὐκ ἀνεβάλλετο τὴν μάχην, ἀλλ’ εὐθὺσ ἐλθόντι τῷ Καίσαρι συνεμάχετο, καίτοι τῶν πρεσβυτέρων αὐτῷ παραινούντων ἐκ πείρασ ὧν ἀμφί τε Φάρσαλον καὶ Λιβύην ἐπεπόνθεσαν, ἐκτρίβειν τῷ χρόνῳ τὸν Καίσαρα καὶ ἐσ ἀπορίαν ὡσ ἐν ἀλλοτρίᾳ γῇ περιφέρειν. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 15 3:5)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 15 3:5)

유의어

  1. 지치게 하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION