헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδαρθάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδαρθάνω κατέδαρθον καταδεδάρθηκα

형태분석: κατα (접두사) + δαρθάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 자다, 잠이 들다, 주무시다, 잠자다, 잠에 빠지다, 잠을 자다
  1. to fall asleep, to be asleep, sleep, to be just falling asleep, having fallen asleep
  2. to pass the night

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαρθάνω

(나는) 잔다

καταδαρθάνεις

(너는) 잔다

καταδαρθάνει

(그는) 잔다

쌍수 καταδαρθάνετον

(너희 둘은) 잔다

καταδαρθάνετον

(그 둘은) 잔다

복수 καταδαρθάνομεν

(우리는) 잔다

καταδαρθάνετε

(너희는) 잔다

καταδαρθάνουσιν*

(그들은) 잔다

접속법단수 καταδαρθάνω

(나는) 자자

καταδαρθάνῃς

(너는) 자자

καταδαρθάνῃ

(그는) 자자

쌍수 καταδαρθάνητον

(너희 둘은) 자자

καταδαρθάνητον

(그 둘은) 자자

복수 καταδαρθάνωμεν

(우리는) 자자

καταδαρθάνητε

(너희는) 자자

καταδαρθάνωσιν*

(그들은) 자자

기원법단수 καταδαρθάνοιμι

(나는) 자기를 (바라다)

καταδαρθάνοις

(너는) 자기를 (바라다)

καταδαρθάνοι

(그는) 자기를 (바라다)

쌍수 καταδαρθάνοιτον

(너희 둘은) 자기를 (바라다)

καταδαρθανοίτην

(그 둘은) 자기를 (바라다)

복수 καταδαρθάνοιμεν

(우리는) 자기를 (바라다)

καταδαρθάνοιτε

(너희는) 자기를 (바라다)

καταδαρθάνοιεν

(그들은) 자기를 (바라다)

명령법단수 καταδάρθανε

(너는) 자라

καταδαρθανέτω

(그는) 자라

쌍수 καταδαρθάνετον

(너희 둘은) 자라

καταδαρθανέτων

(그 둘은) 자라

복수 καταδαρθάνετε

(너희는) 자라

καταδαρθανόντων, καταδαρθανέτωσαν

(그들은) 자라

부정사 καταδαρθάνειν

자는 것

분사 남성여성중성
καταδαρθανων

καταδαρθανοντος

καταδαρθανουσα

καταδαρθανουσης

καταδαρθανον

καταδαρθανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαρθάνομαι

(나는) 자여진다

καταδαρθάνει, καταδαρθάνῃ

(너는) 자여진다

καταδαρθάνεται

(그는) 자여진다

쌍수 καταδαρθάνεσθον

(너희 둘은) 자여진다

καταδαρθάνεσθον

(그 둘은) 자여진다

복수 καταδαρθανόμεθα

(우리는) 자여진다

καταδαρθάνεσθε

(너희는) 자여진다

καταδαρθάνονται

(그들은) 자여진다

접속법단수 καταδαρθάνωμαι

(나는) 자여지자

καταδαρθάνῃ

(너는) 자여지자

καταδαρθάνηται

(그는) 자여지자

쌍수 καταδαρθάνησθον

(너희 둘은) 자여지자

καταδαρθάνησθον

(그 둘은) 자여지자

복수 καταδαρθανώμεθα

(우리는) 자여지자

καταδαρθάνησθε

(너희는) 자여지자

καταδαρθάνωνται

(그들은) 자여지자

기원법단수 καταδαρθανοίμην

(나는) 자여지기를 (바라다)

καταδαρθάνοιο

(너는) 자여지기를 (바라다)

καταδαρθάνοιτο

(그는) 자여지기를 (바라다)

쌍수 καταδαρθάνοισθον

(너희 둘은) 자여지기를 (바라다)

καταδαρθανοίσθην

(그 둘은) 자여지기를 (바라다)

복수 καταδαρθανοίμεθα

(우리는) 자여지기를 (바라다)

καταδαρθάνοισθε

(너희는) 자여지기를 (바라다)

καταδαρθάνοιντο

(그들은) 자여지기를 (바라다)

명령법단수 καταδαρθάνου

(너는) 자여져라

καταδαρθανέσθω

(그는) 자여져라

쌍수 καταδαρθάνεσθον

(너희 둘은) 자여져라

καταδαρθανέσθων

(그 둘은) 자여져라

복수 καταδαρθάνεσθε

(너희는) 자여져라

καταδαρθανέσθων, καταδαρθανέσθωσαν

(그들은) 자여져라

부정사 καταδαρθάνεσθαι

자여지는 것

분사 남성여성중성
καταδαρθανομενος

καταδαρθανομενου

καταδαρθανομενη

καταδαρθανομενης

καταδαρθανομενον

καταδαρθανομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδάρθανον

(나는) 자고 있었다

κατεδάρθανες

(너는) 자고 있었다

κατεδάρθανεν*

(그는) 자고 있었다

쌍수 κατεδαρθάνετον

(너희 둘은) 자고 있었다

κατεδαρθανέτην

(그 둘은) 자고 있었다

복수 κατεδαρθάνομεν

(우리는) 자고 있었다

κατεδαρθάνετε

(너희는) 자고 있었다

κατεδάρθανον

(그들은) 자고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδαρθανόμην

(나는) 자여지고 있었다

κατεδαρθάνου

(너는) 자여지고 있었다

κατεδαρθάνετο

(그는) 자여지고 있었다

쌍수 κατεδαρθάνεσθον

(너희 둘은) 자여지고 있었다

κατεδαρθανέσθην

(그 둘은) 자여지고 있었다

복수 κατεδαρθανόμεθα

(우리는) 자여지고 있었다

κατεδαρθάνεσθε

(너희는) 자여지고 있었다

κατεδαρθάνοντο

(그들은) 자여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέδαρθον

(나는) 잤다

κατέδαρθες

(너는) 잤다

κατέδαρθεν*

(그는) 잤다

쌍수 κατεδάρθετον

(너희 둘은) 잤다

κατεδαρθέτην

(그 둘은) 잤다

복수 κατεδάρθομεν

(우리는) 잤다

κατεδάρθετε

(너희는) 잤다

κατέδαρθον

(그들은) 잤다

명령법단수 καταδάρθε

(너는) 잤어라

καταδαρθέτω

(그는) 잤어라

쌍수 καταδάρθετον

(너희 둘은) 잤어라

καταδαρθέτων

(그 둘은) 잤어라

복수 καταδάρθετε

(너희는) 잤어라

καταδαρθόντων

(그들은) 잤어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δὲ πρώτην ἔχει καὶ κυριωτάτην δύναμιν ὡσ μέση πρὸσ ὑπάτην μὲν τὸ ἐπιθυμητικόν, νήτην δὲ τὸ θυμοειδέσ, τῷ χαλᾶν καὶ ἐπιτείνειν καὶ ὅλωσ συνῳδὰ καὶ σύμφωνα ποιεῖν ἑκατέρου τὴν ὑπερβολὴν ἀφαιρῶν καὶ πάλιν οὐκ ἐῶν ἀνίεσθαι παντάπασιν οὐδὲ καταδαρθάνειν· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 2 6:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 2 6:1)

  • λέγω δὲ τὸ μὲν καθεύδειν, τὸ δὲ ἐγρηγορέναι, καὶ ἐκ τοῦ καθεύδειν τὸ ἐγρηγορέναι γίγνεσθαι καὶ ἐκ τοῦ ἐγρηγορέναι τὸ καθεύδειν, καὶ τὰσ γενέσεισ αὐτοῖν τὴν μὲν καταδαρθάνειν εἶναι, τὴν δ’ ἀνεγείρεσθαι. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 212:3)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 212:3)

  • ἀλλ’ οἱο͂ν εἰ τὸ καταδαρθάνειν μὲν εἰή, τὸ δ’ ἀνεγείρεσθαι μὴ ἀνταποδιδοίη γιγνόμενον ἐκ τοῦ καθεύδοντοσ, οἶσθ’ ὅτι τελευτῶντα πάντ’ <ἂν> λῆρον τὸν Ἐνδυμίωνα ἀποδείξειεν καὶ οὐδαμοῦ ἂν φαίνοιτο διὰ τὸ καὶ τἆλλα πάντα ταὐτὸν ἐκείνῳ πεπονθέναι, καθεύδειν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 243:2)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 243:2)

  • περὶ γὰρ τὴν ἐσχάτην φυλακήν, καθ’ ἣν ἄνεσίν τε τῶν δεινῶν ἐδόκουν ἔχειν καὶ καθάπτεται μάλιστα κεκοπωμένων ἑωθινὸσ ὕπνοσ, καταδαρθάνειν ἔφασκεν τοὺσ φύλακασ συνεβούλευέν τε κατὰ ταύτην τὴν ὡρ́αν ἐπελθεῖν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 384:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 384:1)

유의어

  1. 자다

  2. to pass the night

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION