헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βλώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βλώσκω μολοῦμαι ἔμολον μέμβλωκα

형태분석: βλώσκ (어간) + ω (인칭어미)

어원: 어근은 MOL, so that blw/skw is for molw/skw, mlw/skw; cf. qrw/skw from QOR.

  1. 가다, 오다, 나아가다
  1. come, go

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βλώσκω

(나는) 간다

βλώσκεις

(너는) 간다

βλώσκει

(그는) 간다

쌍수 βλώσκετον

(너희 둘은) 간다

βλώσκετον

(그 둘은) 간다

복수 βλώσκομεν

(우리는) 간다

βλώσκετε

(너희는) 간다

βλώσκουσιν*

(그들은) 간다

접속법단수 βλώσκω

(나는) 가자

βλώσκῃς

(너는) 가자

βλώσκῃ

(그는) 가자

쌍수 βλώσκητον

(너희 둘은) 가자

βλώσκητον

(그 둘은) 가자

복수 βλώσκωμεν

(우리는) 가자

βλώσκητε

(너희는) 가자

βλώσκωσιν*

(그들은) 가자

기원법단수 βλώσκοιμι

(나는) 가기를 (바라다)

βλώσκοις

(너는) 가기를 (바라다)

βλώσκοι

(그는) 가기를 (바라다)

쌍수 βλώσκοιτον

(너희 둘은) 가기를 (바라다)

βλωσκοίτην

(그 둘은) 가기를 (바라다)

복수 βλώσκοιμεν

(우리는) 가기를 (바라다)

βλώσκοιτε

(너희는) 가기를 (바라다)

βλώσκοιεν

(그들은) 가기를 (바라다)

명령법단수 βλώσκε

(너는) 가라

βλωσκέτω

(그는) 가라

쌍수 βλώσκετον

(너희 둘은) 가라

βλωσκέτων

(그 둘은) 가라

복수 βλώσκετε

(너희는) 가라

βλωσκόντων, βλωσκέτωσαν

(그들은) 가라

부정사 βλώσκειν

가는 것

분사 남성여성중성
βλωσκων

βλωσκοντος

βλωσκουσα

βλωσκουσης

βλωσκον

βλωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βλώσκομαι

βλώσκει, βλώσκῃ

βλώσκεται

쌍수 βλώσκεσθον

βλώσκεσθον

복수 βλωσκόμεθα

βλώσκεσθε

βλώσκονται

접속법단수 βλώσκωμαι

βλώσκῃ

βλώσκηται

쌍수 βλώσκησθον

βλώσκησθον

복수 βλωσκώμεθα

βλώσκησθε

βλώσκωνται

기원법단수 βλωσκοίμην

βλώσκοιο

βλώσκοιτο

쌍수 βλώσκοισθον

βλωσκοίσθην

복수 βλωσκοίμεθα

βλώσκοισθε

βλώσκοιντο

명령법단수 βλώσκου

βλωσκέσθω

쌍수 βλώσκεσθον

βλωσκέσθων

복수 βλώσκεσθε

βλωσκέσθων, βλωσκέσθωσαν

부정사 βλώσκεσθαι

분사 남성여성중성
βλωσκομενος

βλωσκομενου

βλωσκομενη

βλωσκομενης

βλωσκομενον

βλωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μολοῦμαι

(나는) 가겠다

μολεῖ, μολῇ

(너는) 가겠다

μολεῖται

(그는) 가겠다

쌍수 μολεῖσθον

(너희 둘은) 가겠다

μολεῖσθον

(그 둘은) 가겠다

복수 μολούμεθα

(우리는) 가겠다

μολεῖσθε

(너희는) 가겠다

μολοῦνται

(그들은) 가겠다

기원법단수 μολοίμην

(나는) 가겠기를 (바라다)

μολοῖο

(너는) 가겠기를 (바라다)

μολοῖτο

(그는) 가겠기를 (바라다)

쌍수 μολοῖσθον

(너희 둘은) 가겠기를 (바라다)

μολοίσθην

(그 둘은) 가겠기를 (바라다)

복수 μολοίμεθα

(우리는) 가겠기를 (바라다)

μολοῖσθε

(너희는) 가겠기를 (바라다)

μολοῖντο

(그들은) 가겠기를 (바라다)

부정사 μολεῖσθαι

갈 것

분사 남성여성중성
μολουμενος

μολουμενου

μολουμενη

μολουμενης

μολουμενον

μολουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓βλωσκον

(나는) 가고 있었다

έ̓βλωσκες

(너는) 가고 있었다

έ̓βλωσκεν*

(그는) 가고 있었다

쌍수 ἐβλώσκετον

(너희 둘은) 가고 있었다

ἐβλωσκέτην

(그 둘은) 가고 있었다

복수 ἐβλώσκομεν

(우리는) 가고 있었다

ἐβλώσκετε

(너희는) 가고 있었다

έ̓βλωσκον

(그들은) 가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβλωσκόμην

ἐβλώσκου

ἐβλώσκετο

쌍수 ἐβλώσκεσθον

ἐβλωσκέσθην

복수 ἐβλωσκόμεθα

ἐβλώσκεσθε

ἐβλώσκοντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓μολον

(나는) 갔다

έ̓μολες

(너는) 갔다

έ̓μολεν*

(그는) 갔다

쌍수 ἐμόλετον

(너희 둘은) 갔다

ἐμολέτην

(그 둘은) 갔다

복수 ἐμόλομεν

(우리는) 갔다

ἐμόλετε

(너희는) 갔다

έ̓μολον

(그들은) 갔다

명령법단수 μόλε

(너는) 갔어라

μολέτω

(그는) 갔어라

쌍수 μόλετον

(너희 둘은) 갔어라

μολέτων

(그 둘은) 갔어라

복수 μόλετε

(너희는) 갔어라

μολόντων

(그들은) 갔어라

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέμβλωκα

(나는) 갔다

μέμβλωκας

(너는) 갔다

μέμβλωκεν*

(그는) 갔다

쌍수 μεμβλώκατον

(너희 둘은) 갔다

μεμβλώκατον

(그 둘은) 갔다

복수 μεμβλώκαμεν

(우리는) 갔다

μεμβλώκατε

(너희는) 갔다

μεμβλώκᾱσιν*

(그들은) 갔다

접속법단수 μεμβλώκω

(나는) 갔자

μεμβλώκῃς

(너는) 갔자

μεμβλώκῃ

(그는) 갔자

쌍수 μεμβλώκητον

(너희 둘은) 갔자

μεμβλώκητον

(그 둘은) 갔자

복수 μεμβλώκωμεν

(우리는) 갔자

μεμβλώκητε

(너희는) 갔자

μεμβλώκωσιν*

(그들은) 갔자

기원법단수 μεμβλώκοιμι

(나는) 갔기를 (바라다)

μεμβλώκοις

(너는) 갔기를 (바라다)

μεμβλώκοι

(그는) 갔기를 (바라다)

쌍수 μεμβλώκοιτον

(너희 둘은) 갔기를 (바라다)

μεμβλωκοίτην

(그 둘은) 갔기를 (바라다)

복수 μεμβλώκοιμεν

(우리는) 갔기를 (바라다)

μεμβλώκοιτε

(너희는) 갔기를 (바라다)

μεμβλώκοιεν

(그들은) 갔기를 (바라다)

명령법단수 μέμβλωκε

(너는) 갔어라

μεμβλωκέτω

(그는) 갔어라

쌍수 μεμβλώκετον

(너희 둘은) 갔어라

μεμβλωκέτων

(그 둘은) 갔어라

복수 μεμβλώκετε

(너희는) 갔어라

μεμβλωκόντων

(그들은) 갔어라

부정사 μεμβλωκέναι

갔는 것

분사 남성여성중성
μεμβλωκως

μεμβλωκοντος

μεμβλωκυῑα

μεμβλωκυῑᾱς

μεμβλωκον

μεμβλωκοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐρυβίαν δ’ ἔσσευε κούρα κάπρον ἀναιδομάχαν ἐσ καλλίχορον Καλυδῶ‐ ν’, ἔνθα πλημύρων σθένει ὄρχουσ ἐπέκειρεν ὀδόντι, σφάζε τε μῆλα, βροτῶν θ’ ὅστισ εἰσάνταν μόλοι. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 8:3)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 5 8:3)

  • καίτοι περάσασ κοῖλον αὐλώνων βάθοσ, εἰ μὴ κυρήσεισ πολεμίουσ ἀπὸ χθονὸσ φεύγοντασ, ἀλλὰ σὸν βλέποντασ ἐσ δόρυ, νικώμενοσ μὲν οὔτι μὴ μόλῃσ πάλιν· (Euripides, Rhesus, episode 1:18)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:18)

  • Θυμβραῖε καὶ Δάλιε καὶ Λυκίασ ναὸν ἐμβατεύων Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά, μόλε τοξή‐ ρησ, ἱκοῦ ἐννύχιοσ καὶ γενοῦ σωτήριοσ ἀνέρι πομπᾶσ ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε Δαρδανίδαισ, ὦ παγκρατέσ, ὦ Τροί̈ασ τείχη παλαιὰ δείμασ. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 11)

  • μόλοι δὲ ναυκλήρια, καὶ στρατιᾶσ Ἑλλάδοσ διόπτασ ἵκοιτο, καὶ κάμψειε πάλιν θυμέλασ οἴ‐ κων πατρὸσ Ἰλιάδασ. (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, antistrophe 11)

  • θάμβει δ’ ἐκπλαγέντεσ ἱέμεν ποίμνασ πρὸσ ἄκρασ, μή τισ Ἀργείων μόλῃ λεηλατήσων καὶ σὰ πορθήσων σταθμά, πρὶν δὴ δι’ ὤτων γῆρυν οὐχ Ἑλληνικὴν ἐδεξάμεσθα καὶ μετέστημεν φόβου. (Euripides, Rhesus, episode 1:6)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:6)

유의어

  1. 가다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION