- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπίπτω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: ekpiptō 고전 발음: [엑삡또:] 신약 발음: [액삐]

기본형: ἐκπίπτω ἐκπεσοῦμαι ἐξέπεσον ἐκπέπτωκα

형태분석: ἐκ (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 나오다, 나다
  2. 탈출하다, 도망치다
  3. 떠나다, 방황하다, 벗어나다
  1. to fall out of
  2. to be thrown ashore, to suffer shipwreck
  3. to fall from, be deprived of
  4. to be driven out
  5. to go out or forth, sally out
  6. to come out
  7. to escape
  8. to issue from, be imparted
  9. to depart from, digress
  10. to fall off, come to naught
  11. to be hissed off the stage

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπίπτω

ἐκπίπτεις

ἐκπίπτει

쌍수 ἐκπίπτετον

ἐκπίπτετον

복수 ἐκπίπτομεν

ἐκπίπτετε

ἐκπίπτουσι(ν)

접속법단수 ἐκπίπτω

ἐκπίπτῃς

ἐκπίπτῃ

쌍수 ἐκπίπτητον

ἐκπίπτητον

복수 ἐκπίπτωμεν

ἐκπίπτητε

ἐκπίπτωσι(ν)

기원법단수 ἐκπίπτοιμι

ἐκπίπτοις

ἐκπίπτοι

쌍수 ἐκπίπτοιτον

ἐκπιπτοίτην

복수 ἐκπίπτοιμεν

ἐκπίπτοιτε

ἐκπίπτοιεν

명령법단수 ἐκπίπτε

ἐκπιπτέτω

쌍수 ἐκπίπτετον

ἐκπιπτέτων

복수 ἐκπίπτετε

ἐκπιπτόντων, ἐκπιπτέτωσαν

부정사 ἐκπίπτειν

분사 남성여성중성
ἐκπιπτων

ἐκπιπτοντος

ἐκπιπτουσα

ἐκπιπτουσης

ἐκπιπτον

ἐκπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπίπτομαι

ἐκπίπτει, ἐκπίπτῃ

ἐκπίπτεται

쌍수 ἐκπίπτεσθον

ἐκπίπτεσθον

복수 ἐκπιπτόμεθα

ἐκπίπτεσθε

ἐκπίπτονται

접속법단수 ἐκπίπτωμαι

ἐκπίπτῃ

ἐκπίπτηται

쌍수 ἐκπίπτησθον

ἐκπίπτησθον

복수 ἐκπιπτώμεθα

ἐκπίπτησθε

ἐκπίπτωνται

기원법단수 ἐκπιπτοίμην

ἐκπίπτοιο

ἐκπίπτοιτο

쌍수 ἐκπίπτοισθον

ἐκπιπτοίσθην

복수 ἐκπιπτοίμεθα

ἐκπίπτοισθε

ἐκπίπτοιντο

명령법단수 ἐκπίπτου

ἐκπιπτέσθω

쌍수 ἐκπίπτεσθον

ἐκπιπτέσθων

복수 ἐκπίπτεσθε

ἐκπιπτέσθων, ἐκπιπτέσθωσαν

부정사 ἐκπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκπιπτομενος

ἐκπιπτομενου

ἐκπιπτομενη

ἐκπιπτομενης

ἐκπιπτομενον

ἐκπιπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ πρὸ τῆς ξυμμετρίης ἀπαυδήσῃ ὁ νοσέων, ἐς δευτέρην ἐπάνεσιν ὑπερβάλλεσθαι, ἢν μὴ ἐς μακρὸν ἐκπίπτῃ· εἰ δὲ μὴ, ἀνακαλεσάμενον ὀσμῇσι, καὶ ψαύσεσι προσώπου, καὶ πιέσι ποδῶν αὐτίκα ἀφαιρέειν· γνῶμα δὲ τῆς αὐταρκίης ἡ δύναμις. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 27)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 27)

  • Ἢν δὲ ὁ ἀρχὸς ἐκπίπτῃ, ἀνώσας σπόγγῳ μαλθακῷ, καὶ καταχρίσας κοχλίῃ, τῶν χειρῶν δήσας, ἐκκρέμασον ὀλίγον χρόνον, καὶ εἴσεισιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.1)

  • Ὁκοταν ἀρχὸς ἐκπίπτῃ καὶ μὴ θέλῃ κατὰ χώρην μένειν, σίλφιον ὅτι ἄριστον καὶ ποκνότατον ξύσαξ λεπτὸν καταπλάσσειν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.6)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.6)

  • Ἀρχὸς ἢν ἐκπίπτῃ καὶ αἱμοῤῬοῇ‧ ἄρου Ῥίζης περιελὼν τὸν φλοιὸν, ἑψεῖν ἐν ὕδατι‧ ἔπειτα τρίβειν ἄλητον ξυμμίσγων, καὶ καταπλάσσειν θερμόν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.10)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.10)

  • ἐὰν δὲ ἄκων ἔλθῃ, ἂν μὲν κατὰ θάλατταν ἐκπίπτῃ πρὸς τὴν χώραν, σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, κατὰ γῆν δὲ ἂν βίᾳ ὑπό τινων ἀχθῇ, ἡ πρώτη προστυχοῦσα ἀρχὴ τῶν ἐν τῇ πόλει λύσασα, εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐκπεμπέτω ἄσυλον. (Plato, Laws, book 9 84:2)

    (플라톤, Laws, book 9 84:2)

유의어

  1. to fall out of

  2. to be thrown ashore

  3. to fall from

  4. to be driven out

  5. to go out or forth

  6. 나오다

  7. 탈출하다

  8. to issue from

  9. 떠나다

  10. to fall off

  11. to be hissed off the stage

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION