헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντεκτρέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντεκτρέχω

형태분석: ἀντεκτρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sally out against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεκτρέχω

ἀντεκτρέχεις

ἀντεκτρέχει

쌍수 ἀντεκτρέχετον

ἀντεκτρέχετον

복수 ἀντεκτρέχομεν

ἀντεκτρέχετε

ἀντεκτρέχουσιν*

접속법단수 ἀντεκτρέχω

ἀντεκτρέχῃς

ἀντεκτρέχῃ

쌍수 ἀντεκτρέχητον

ἀντεκτρέχητον

복수 ἀντεκτρέχωμεν

ἀντεκτρέχητε

ἀντεκτρέχωσιν*

기원법단수 ἀντεκτρέχοιμι

ἀντεκτρέχοις

ἀντεκτρέχοι

쌍수 ἀντεκτρέχοιτον

ἀντεκτρεχοίτην

복수 ἀντεκτρέχοιμεν

ἀντεκτρέχοιτε

ἀντεκτρέχοιεν

명령법단수 ἀντέκτρεχε

ἀντεκτρεχέτω

쌍수 ἀντεκτρέχετον

ἀντεκτρεχέτων

복수 ἀντεκτρέχετε

ἀντεκτρεχόντων, ἀντεκτρεχέτωσαν

부정사 ἀντεκτρέχειν

분사 남성여성중성
ἀντεκτρεχων

ἀντεκτρεχοντος

ἀντεκτρεχουσα

ἀντεκτρεχουσης

ἀντεκτρεχον

ἀντεκτρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεκτρέχομαι

ἀντεκτρέχει, ἀντεκτρέχῃ

ἀντεκτρέχεται

쌍수 ἀντεκτρέχεσθον

ἀντεκτρέχεσθον

복수 ἀντεκτρεχόμεθα

ἀντεκτρέχεσθε

ἀντεκτρέχονται

접속법단수 ἀντεκτρέχωμαι

ἀντεκτρέχῃ

ἀντεκτρέχηται

쌍수 ἀντεκτρέχησθον

ἀντεκτρέχησθον

복수 ἀντεκτρεχώμεθα

ἀντεκτρέχησθε

ἀντεκτρέχωνται

기원법단수 ἀντεκτρεχοίμην

ἀντεκτρέχοιο

ἀντεκτρέχοιτο

쌍수 ἀντεκτρέχοισθον

ἀντεκτρεχοίσθην

복수 ἀντεκτρεχοίμεθα

ἀντεκτρέχοισθε

ἀντεκτρέχοιντο

명령법단수 ἀντεκτρέχου

ἀντεκτρεχέσθω

쌍수 ἀντεκτρέχεσθον

ἀντεκτρεχέσθων

복수 ἀντεκτρέχεσθε

ἀντεκτρεχέσθων, ἀντεκτρεχέσθωσαν

부정사 ἀντεκτρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντεκτρεχομενος

ἀντεκτρεχομενου

ἀντεκτρεχομενη

ἀντεκτρεχομενης

ἀντεκτρεχομενον

ἀντεκτρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to sally out against

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION