헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσβάλλω προσβαλω

형태분석: προς (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지다, 적용하다, 심다, 바르다, 넘어가다, 기울다, 활용하다, ~에 접촉해 있다, 해당하다
  2. 주다, 연회를 베풀다, 벌이다, 바치다, 혼을 불어넣다
  3. 때리다, 두드리다, 치다
  4. 더하다, 덧붙이다, 증가하다
  5. 하다, 몰다, 운전하다
  6. 공격하다, 습격하다, 묻다, 기습하다, 전진하다, 시비를 걸다
  7. 끼다, 집어넣다
  8. 공격하다, 습격하다, 기습하다
  1. to strike or dash against, letting, dash against, to wreck, to set, on, to put to, apply
  2. to assign to, procure for, to give, the honour of
  3. to strike, with
  4. to attend to, to add
  5. do, drive
  6. to strike against, to make an attack or assault upon, to attack, charge, by assault
  7. to put in
  8. to throw oneself upon, attack

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβάλλω

(나는) 진다

προσβάλλεις

(너는) 진다

προσβάλλει

(그는) 진다

쌍수 προσβάλλετον

(너희 둘은) 진다

προσβάλλετον

(그 둘은) 진다

복수 προσβάλλομεν

(우리는) 진다

προσβάλλετε

(너희는) 진다

προσβάλλουσιν*

(그들은) 진다

접속법단수 προσβάλλω

(나는) 지자

προσβάλλῃς

(너는) 지자

προσβάλλῃ

(그는) 지자

쌍수 προσβάλλητον

(너희 둘은) 지자

προσβάλλητον

(그 둘은) 지자

복수 προσβάλλωμεν

(우리는) 지자

προσβάλλητε

(너희는) 지자

προσβάλλωσιν*

(그들은) 지자

기원법단수 προσβάλλοιμι

(나는) 지기를 (바라다)

προσβάλλοις

(너는) 지기를 (바라다)

προσβάλλοι

(그는) 지기를 (바라다)

쌍수 προσβάλλοιτον

(너희 둘은) 지기를 (바라다)

προσβαλλοίτην

(그 둘은) 지기를 (바라다)

복수 προσβάλλοιμεν

(우리는) 지기를 (바라다)

προσβάλλοιτε

(너희는) 지기를 (바라다)

προσβάλλοιεν

(그들은) 지기를 (바라다)

명령법단수 προσβάλλε

(너는) 져라

προσβαλλέτω

(그는) 져라

쌍수 προσβάλλετον

(너희 둘은) 져라

προσβαλλέτων

(그 둘은) 져라

복수 προσβάλλετε

(너희는) 져라

προσβαλλόντων, προσβαλλέτωσαν

(그들은) 져라

부정사 προσβάλλειν

지는 것

분사 남성여성중성
προσβαλλων

προσβαλλοντος

προσβαλλουσα

προσβαλλουσης

προσβαλλον

προσβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβάλλομαι

προσβάλλει, προσβάλλῃ

προσβάλλεται

쌍수 προσβάλλεσθον

προσβάλλεσθον

복수 προσβαλλόμεθα

προσβάλλεσθε

προσβάλλονται

접속법단수 προσβάλλωμαι

προσβάλλῃ

προσβάλληται

쌍수 προσβάλλησθον

προσβάλλησθον

복수 προσβαλλώμεθα

προσβάλλησθε

προσβάλλωνται

기원법단수 προσβαλλοίμην

προσβάλλοιο

προσβάλλοιτο

쌍수 προσβάλλοισθον

προσβαλλοίσθην

복수 προσβαλλοίμεθα

προσβάλλοισθε

προσβάλλοιντο

명령법단수 προσβάλλου

προσβαλλέσθω

쌍수 προσβάλλεσθον

προσβαλλέσθων

복수 προσβάλλεσθε

προσβαλλέσθων, προσβαλλέσθωσαν

부정사 προσβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσβαλλομενος

προσβαλλομενου

προσβαλλομενη

προσβαλλομενης

προσβαλλομενον

προσβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβαλῶ

(나는) 지겠다

προσβαλεῖς

(너는) 지겠다

προσβαλεῖ

(그는) 지겠다

쌍수 προσβαλεῖτον

(너희 둘은) 지겠다

προσβαλεῖτον

(그 둘은) 지겠다

복수 προσβαλοῦμεν

(우리는) 지겠다

προσβαλεῖτε

(너희는) 지겠다

προσβαλοῦσιν*

(그들은) 지겠다

기원법단수 προσβαλοῖμι

(나는) 지겠기를 (바라다)

προσβαλοῖς

(너는) 지겠기를 (바라다)

προσβαλοῖ

(그는) 지겠기를 (바라다)

쌍수 προσβαλοῖτον

(너희 둘은) 지겠기를 (바라다)

προσβαλοίτην

(그 둘은) 지겠기를 (바라다)

복수 προσβαλοῖμεν

(우리는) 지겠기를 (바라다)

προσβαλοῖτε

(너희는) 지겠기를 (바라다)

προσβαλοῖεν

(그들은) 지겠기를 (바라다)

부정사 προσβαλεῖν

질 것

분사 남성여성중성
προσβαλων

προσβαλουντος

προσβαλουσα

προσβαλουσης

προσβαλουν

προσβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβαλοῦμαι

προσβαλεῖ, προσβαλῇ

προσβαλεῖται

쌍수 προσβαλεῖσθον

προσβαλεῖσθον

복수 προσβαλούμεθα

προσβαλεῖσθε

προσβαλοῦνται

기원법단수 προσβαλοίμην

προσβαλοῖο

προσβαλοῖτο

쌍수 προσβαλοῖσθον

προσβαλοίσθην

복수 προσβαλοίμεθα

προσβαλοῖσθε

προσβαλοῖντο

부정사 προσβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσβαλουμενος

προσβαλουμενου

προσβαλουμενη

προσβαλουμενης

προσβαλουμενον

προσβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέβαλλον

(나는) 지고 있었다

προσέβαλλες

(너는) 지고 있었다

προσέβαλλεν*

(그는) 지고 있었다

쌍수 προσεβάλλετον

(너희 둘은) 지고 있었다

προσεβαλλέτην

(그 둘은) 지고 있었다

복수 προσεβάλλομεν

(우리는) 지고 있었다

προσεβάλλετε

(너희는) 지고 있었다

προσέβαλλον

(그들은) 지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεβαλλόμην

προσεβάλλου

προσεβάλλετο

쌍수 προσεβάλλεσθον

προσεβαλλέσθην

복수 προσεβαλλόμεθα

προσεβάλλεσθε

προσεβάλλοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 주다

  2. 때리다

  3. 더하다

  4. 하다

  5. 공격하다

  6. 끼다

  7. 공격하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION