헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεντρόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεντρόω κεντρώσω

형태분석: κεντρό (어간) + ω (인칭어미)

어원: ke/ntron

  1. 물어뜯다, 물다, 쏘다, 찌르다, 선동하다
  1. to furnish with a sting: - , to be so furnished, to sting
  2. to strike with a goad

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεντρῶ

(나는) 물어뜯는다

κεντροῖς

(너는) 물어뜯는다

κεντροῖ

(그는) 물어뜯는다

쌍수 κεντροῦτον

(너희 둘은) 물어뜯는다

κεντροῦτον

(그 둘은) 물어뜯는다

복수 κεντροῦμεν

(우리는) 물어뜯는다

κεντροῦτε

(너희는) 물어뜯는다

κεντροῦσιν*

(그들은) 물어뜯는다

접속법단수 κεντρῶ

(나는) 물어뜯자

κεντροῖς

(너는) 물어뜯자

κεντροῖ

(그는) 물어뜯자

쌍수 κεντρῶτον

(너희 둘은) 물어뜯자

κεντρῶτον

(그 둘은) 물어뜯자

복수 κεντρῶμεν

(우리는) 물어뜯자

κεντρῶτε

(너희는) 물어뜯자

κεντρῶσιν*

(그들은) 물어뜯자

기원법단수 κεντροῖμι

(나는) 물어뜯기를 (바라다)

κεντροῖς

(너는) 물어뜯기를 (바라다)

κεντροῖ

(그는) 물어뜯기를 (바라다)

쌍수 κεντροῖτον

(너희 둘은) 물어뜯기를 (바라다)

κεντροίτην

(그 둘은) 물어뜯기를 (바라다)

복수 κεντροῖμεν

(우리는) 물어뜯기를 (바라다)

κεντροῖτε

(너희는) 물어뜯기를 (바라다)

κεντροῖεν

(그들은) 물어뜯기를 (바라다)

명령법단수 κέντρου

(너는) 물어뜯어라

κεντρούτω

(그는) 물어뜯어라

쌍수 κεντροῦτον

(너희 둘은) 물어뜯어라

κεντρούτων

(그 둘은) 물어뜯어라

복수 κεντροῦτε

(너희는) 물어뜯어라

κεντρούντων, κεντρούτωσαν

(그들은) 물어뜯어라

부정사 κεντροῦν

물어뜯는 것

분사 남성여성중성
κεντρων

κεντρουντος

κεντρουσα

κεντρουσης

κεντρουν

κεντρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεντροῦμαι

(나는) 물어뜯힌다

κεντροῖ

(너는) 물어뜯힌다

κεντροῦται

(그는) 물어뜯힌다

쌍수 κεντροῦσθον

(너희 둘은) 물어뜯힌다

κεντροῦσθον

(그 둘은) 물어뜯힌다

복수 κεντρούμεθα

(우리는) 물어뜯힌다

κεντροῦσθε

(너희는) 물어뜯힌다

κεντροῦνται

(그들은) 물어뜯힌다

접속법단수 κεντρῶμαι

(나는) 물어뜯히자

κεντροῖ

(너는) 물어뜯히자

κεντρῶται

(그는) 물어뜯히자

쌍수 κεντρῶσθον

(너희 둘은) 물어뜯히자

κεντρῶσθον

(그 둘은) 물어뜯히자

복수 κεντρώμεθα

(우리는) 물어뜯히자

κεντρῶσθε

(너희는) 물어뜯히자

κεντρῶνται

(그들은) 물어뜯히자

기원법단수 κεντροίμην

(나는) 물어뜯히기를 (바라다)

κεντροῖο

(너는) 물어뜯히기를 (바라다)

κεντροῖτο

(그는) 물어뜯히기를 (바라다)

쌍수 κεντροῖσθον

(너희 둘은) 물어뜯히기를 (바라다)

κεντροίσθην

(그 둘은) 물어뜯히기를 (바라다)

복수 κεντροίμεθα

(우리는) 물어뜯히기를 (바라다)

κεντροῖσθε

(너희는) 물어뜯히기를 (바라다)

κεντροῖντο

(그들은) 물어뜯히기를 (바라다)

명령법단수 κεντροῦ

(너는) 물어뜯혀라

κεντρούσθω

(그는) 물어뜯혀라

쌍수 κεντροῦσθον

(너희 둘은) 물어뜯혀라

κεντρούσθων

(그 둘은) 물어뜯혀라

복수 κεντροῦσθε

(너희는) 물어뜯혀라

κεντρούσθων, κεντρούσθωσαν

(그들은) 물어뜯혀라

부정사 κεντροῦσθαι

물어뜯히는 것

분사 남성여성중성
κεντρουμενος

κεντρουμενου

κεντρουμενη

κεντρουμενης

κεντρουμενον

κεντρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεντρώσω

(나는) 물어뜯겠다

κεντρώσεις

(너는) 물어뜯겠다

κεντρώσει

(그는) 물어뜯겠다

쌍수 κεντρώσετον

(너희 둘은) 물어뜯겠다

κεντρώσετον

(그 둘은) 물어뜯겠다

복수 κεντρώσομεν

(우리는) 물어뜯겠다

κεντρώσετε

(너희는) 물어뜯겠다

κεντρώσουσιν*

(그들은) 물어뜯겠다

기원법단수 κεντρώσοιμι

(나는) 물어뜯겠기를 (바라다)

κεντρώσοις

(너는) 물어뜯겠기를 (바라다)

κεντρώσοι

(그는) 물어뜯겠기를 (바라다)

쌍수 κεντρώσοιτον

(너희 둘은) 물어뜯겠기를 (바라다)

κεντρωσοίτην

(그 둘은) 물어뜯겠기를 (바라다)

복수 κεντρώσοιμεν

(우리는) 물어뜯겠기를 (바라다)

κεντρώσοιτε

(너희는) 물어뜯겠기를 (바라다)

κεντρώσοιεν

(그들은) 물어뜯겠기를 (바라다)

부정사 κεντρώσειν

물어뜯을 것

분사 남성여성중성
κεντρωσων

κεντρωσοντος

κεντρωσουσα

κεντρωσουσης

κεντρωσον

κεντρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεντρώσομαι

(나는) 물어뜯히겠다

κεντρώσει, κεντρώσῃ

(너는) 물어뜯히겠다

κεντρώσεται

(그는) 물어뜯히겠다

쌍수 κεντρώσεσθον

(너희 둘은) 물어뜯히겠다

κεντρώσεσθον

(그 둘은) 물어뜯히겠다

복수 κεντρωσόμεθα

(우리는) 물어뜯히겠다

κεντρώσεσθε

(너희는) 물어뜯히겠다

κεντρώσονται

(그들은) 물어뜯히겠다

기원법단수 κεντρωσοίμην

(나는) 물어뜯히겠기를 (바라다)

κεντρώσοιο

(너는) 물어뜯히겠기를 (바라다)

κεντρώσοιτο

(그는) 물어뜯히겠기를 (바라다)

쌍수 κεντρώσοισθον

(너희 둘은) 물어뜯히겠기를 (바라다)

κεντρωσοίσθην

(그 둘은) 물어뜯히겠기를 (바라다)

복수 κεντρωσοίμεθα

(우리는) 물어뜯히겠기를 (바라다)

κεντρώσοισθε

(너희는) 물어뜯히겠기를 (바라다)

κεντρώσοιντο

(그들은) 물어뜯히겠기를 (바라다)

부정사 κεντρώσεσθαι

물어뜯힐 것

분사 남성여성중성
κεντρωσομενος

κεντρωσομενου

κεντρωσομενη

κεντρωσομενης

κεντρωσομενον

κεντρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκέντρουν

(나는) 물어뜯고 있었다

ἐκέντρους

(너는) 물어뜯고 있었다

ἐκέντρουν*

(그는) 물어뜯고 있었다

쌍수 ἐκεντροῦτον

(너희 둘은) 물어뜯고 있었다

ἐκεντρούτην

(그 둘은) 물어뜯고 있었다

복수 ἐκεντροῦμεν

(우리는) 물어뜯고 있었다

ἐκεντροῦτε

(너희는) 물어뜯고 있었다

ἐκέντρουν

(그들은) 물어뜯고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκεντρούμην

(나는) 물어뜯히고 있었다

ἐκεντροῦ

(너는) 물어뜯히고 있었다

ἐκεντροῦτο

(그는) 물어뜯히고 있었다

쌍수 ἐκεντροῦσθον

(너희 둘은) 물어뜯히고 있었다

ἐκεντρούσθην

(그 둘은) 물어뜯히고 있었다

복수 ἐκεντρούμεθα

(우리는) 물어뜯히고 있었다

ἐκεντροῦσθε

(너희는) 물어뜯히고 있었다

ἐκεντροῦντο

(그들은) 물어뜯히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 물어뜯다

  2. to strike with a goad

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION