헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατέχω κατασχήσω κατέσχον

형태분석: κατ (접두사) + έ̓χ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 꽉 잡다, 지체하게 하다
  2. 제한하다, 억제하다, 조종하다, 자제하다, 지체시키다, 제압하다, 쥐다, 제한을 지키다, 길들이다, 규제하다
  3. 머무르다, 남다, 정지시키다, 멈추다, 묵다, 방해하다
  4. 소유하다, 가지다, 점유하다, 차지하다
  5. 채우다, 만족시키다, 차다
  6. 계속하다, 유지하다
  7. 덮다, 점유하다, 감싸다, 차지하다, 감추다
  8. 덮다, 감싸다, 가두다
  9. 압도하다, 이기다, 누르다, 고생시키다, 부담 지우다, 괴롭히다
  10. 점유하다, 차지하다, 잡다
  11. 이해하다, 파악하다, 인식하다
  12. 소유하다
  1. to hold fast
  2. to hold back, withhold, to check, restrain, control, bridle, to be held down, to be bound, kept under
  3. to detain, to be detained, to stay, stop, tarry
  4. to have in possession, possess, occupy
  5. to fill, to fill
  6. to continue
  7. to occupy, be spread over, cover, covered her
  8. to confine, cover
  9. to hold down, overpower, oppress, afflict, to occupy or engage
  10. to occupy, conquest
  11. to master, understand
  12. to be possessed, inspired
  13. to follow close upon, press hard
  14. to bring a ship to land, bring it in or

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέχω

(나는) 꽉 잡는다

κατέχεις

(너는) 꽉 잡는다

κατέχει

(그는) 꽉 잡는다

쌍수 κατέχετον

(너희 둘은) 꽉 잡는다

κατέχετον

(그 둘은) 꽉 잡는다

복수 κατέχομεν

(우리는) 꽉 잡는다

κατέχετε

(너희는) 꽉 잡는다

κατέχουσιν*

(그들은) 꽉 잡는다

접속법단수 κατέχω

(나는) 꽉 잡자

κατέχῃς

(너는) 꽉 잡자

κατέχῃ

(그는) 꽉 잡자

쌍수 κατέχητον

(너희 둘은) 꽉 잡자

κατέχητον

(그 둘은) 꽉 잡자

복수 κατέχωμεν

(우리는) 꽉 잡자

κατέχητε

(너희는) 꽉 잡자

κατέχωσιν*

(그들은) 꽉 잡자

기원법단수 κατέχοιμι

(나는) 꽉 잡기를 (바라다)

κατέχοις

(너는) 꽉 잡기를 (바라다)

κατέχοι

(그는) 꽉 잡기를 (바라다)

쌍수 κατέχοιτον

(너희 둘은) 꽉 잡기를 (바라다)

κατεχοίτην

(그 둘은) 꽉 잡기를 (바라다)

복수 κατέχοιμεν

(우리는) 꽉 잡기를 (바라다)

κατέχοιτε

(너희는) 꽉 잡기를 (바라다)

κατέχοιεν

(그들은) 꽉 잡기를 (바라다)

명령법단수 κατέχε

(너는) 꽉 잡아라

κατεχέτω

(그는) 꽉 잡아라

쌍수 κατέχετον

(너희 둘은) 꽉 잡아라

κατεχέτων

(그 둘은) 꽉 잡아라

복수 κατέχετε

(너희는) 꽉 잡아라

κατεχόντων, κατεχέτωσαν

(그들은) 꽉 잡아라

부정사 κατέχειν

꽉 잡는 것

분사 남성여성중성
κατεχων

κατεχοντος

κατεχουσα

κατεχουσης

κατεχον

κατεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέχομαι

(나는) 꽉 잡힌다

κατέχει, κατέχῃ

(너는) 꽉 잡힌다

κατέχεται

(그는) 꽉 잡힌다

쌍수 κατέχεσθον

(너희 둘은) 꽉 잡힌다

κατέχεσθον

(그 둘은) 꽉 잡힌다

복수 κατεχόμεθα

(우리는) 꽉 잡힌다

κατέχεσθε

(너희는) 꽉 잡힌다

κατέχονται

(그들은) 꽉 잡힌다

접속법단수 κατέχωμαι

(나는) 꽉 잡히자

κατέχῃ

(너는) 꽉 잡히자

κατέχηται

(그는) 꽉 잡히자

쌍수 κατέχησθον

(너희 둘은) 꽉 잡히자

κατέχησθον

(그 둘은) 꽉 잡히자

복수 κατεχώμεθα

(우리는) 꽉 잡히자

κατέχησθε

(너희는) 꽉 잡히자

κατέχωνται

(그들은) 꽉 잡히자

기원법단수 κατεχοίμην

(나는) 꽉 잡히기를 (바라다)

κατέχοιο

(너는) 꽉 잡히기를 (바라다)

κατέχοιτο

(그는) 꽉 잡히기를 (바라다)

쌍수 κατέχοισθον

(너희 둘은) 꽉 잡히기를 (바라다)

κατεχοίσθην

(그 둘은) 꽉 잡히기를 (바라다)

복수 κατεχοίμεθα

(우리는) 꽉 잡히기를 (바라다)

κατέχοισθε

(너희는) 꽉 잡히기를 (바라다)

κατέχοιντο

(그들은) 꽉 잡히기를 (바라다)

명령법단수 κατέχου

(너는) 꽉 잡혀라

κατεχέσθω

(그는) 꽉 잡혀라

쌍수 κατέχεσθον

(너희 둘은) 꽉 잡혀라

κατεχέσθων

(그 둘은) 꽉 잡혀라

복수 κατέχεσθε

(너희는) 꽉 잡혀라

κατεχέσθων, κατεχέσθωσαν

(그들은) 꽉 잡혀라

부정사 κατέχεσθαι

꽉 잡히는 것

분사 남성여성중성
κατεχομενος

κατεχομενου

κατεχομενη

κατεχομενης

κατεχομενον

κατεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχήσω

(나는) 꽉 잡겠다

κατασχήσεις

(너는) 꽉 잡겠다

κατασχήσει

(그는) 꽉 잡겠다

쌍수 κατασχήσετον

(너희 둘은) 꽉 잡겠다

κατασχήσετον

(그 둘은) 꽉 잡겠다

복수 κατασχήσομεν

(우리는) 꽉 잡겠다

κατασχήσετε

(너희는) 꽉 잡겠다

κατασχήσουσιν*

(그들은) 꽉 잡겠다

기원법단수 κατασχήσοιμι

(나는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

κατασχήσοις

(너는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

κατασχήσοι

(그는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

쌍수 κατασχήσοιτον

(너희 둘은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

κατασχησοίτην

(그 둘은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

복수 κατασχήσοιμεν

(우리는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

κατασχήσοιτε

(너희는) 꽉 잡겠기를 (바라다)

κατασχήσοιεν

(그들은) 꽉 잡겠기를 (바라다)

부정사 κατασχήσειν

꽉 잡을 것

분사 남성여성중성
κατασχησων

κατασχησοντος

κατασχησουσα

κατασχησουσης

κατασχησον

κατασχησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχήσομαι

(나는) 꽉 잡히겠다

κατασχήσει, κατασχήσῃ

(너는) 꽉 잡히겠다

κατασχήσεται

(그는) 꽉 잡히겠다

쌍수 κατασχήσεσθον

(너희 둘은) 꽉 잡히겠다

κατασχήσεσθον

(그 둘은) 꽉 잡히겠다

복수 κατασχησόμεθα

(우리는) 꽉 잡히겠다

κατασχήσεσθε

(너희는) 꽉 잡히겠다

κατασχήσονται

(그들은) 꽉 잡히겠다

기원법단수 κατασχησοίμην

(나는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

κατασχήσοιο

(너는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

κατασχήσοιτο

(그는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 κατασχήσοισθον

(너희 둘은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

κατασχησοίσθην

(그 둘은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

복수 κατασχησοίμεθα

(우리는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

κατασχήσοισθε

(너희는) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

κατασχήσοιντο

(그들은) 꽉 잡히겠기를 (바라다)

부정사 κατασχήσεσθαι

꽉 잡힐 것

분사 남성여성중성
κατασχησομενος

κατασχησομενου

κατασχησομενη

κατασχησομενης

κατασχησομενον

κατασχησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάτειχον

(나는) 꽉 잡고 있었다

κάτειχες

(너는) 꽉 잡고 있었다

κάτειχεν*

(그는) 꽉 잡고 있었다

쌍수 κατεῖχετον

(너희 둘은) 꽉 잡고 있었다

κατείχετην

(그 둘은) 꽉 잡고 있었다

복수 κατεῖχομεν

(우리는) 꽉 잡고 있었다

κατεῖχετε

(너희는) 꽉 잡고 있었다

κάτειχον

(그들은) 꽉 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατείχομην

(나는) 꽉 잡히고 있었다

κατεῖχου

(너는) 꽉 잡히고 있었다

κατεῖχετο

(그는) 꽉 잡히고 있었다

쌍수 κατεῖχεσθον

(너희 둘은) 꽉 잡히고 있었다

κατείχεσθην

(그 둘은) 꽉 잡히고 있었다

복수 κατείχομεθα

(우리는) 꽉 잡히고 있었다

κατεῖχεσθε

(너희는) 꽉 잡히고 있었다

κατεῖχοντο

(그들은) 꽉 잡히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέσχον

(나는) 꽉 잡았다

κατέσχες

(너는) 꽉 잡았다

κατέσχεν*

(그는) 꽉 잡았다

쌍수 κατέσχετον

(너희 둘은) 꽉 잡았다

κατεσχέτην

(그 둘은) 꽉 잡았다

복수 κατέσχομεν

(우리는) 꽉 잡았다

κατέσχετε

(너희는) 꽉 잡았다

κατέσχον

(그들은) 꽉 잡았다

명령법단수 κατασχέ

(너는) 꽉 잡았어라

κατασχέτω

(그는) 꽉 잡았어라

쌍수 κατασχέτον

(너희 둘은) 꽉 잡았어라

κατασχέτων

(그 둘은) 꽉 잡았어라

복수 κατασχέτε

(너희는) 꽉 잡았어라

κατασχόντων

(그들은) 꽉 잡았어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀνηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντεσ. ἰδοὺ Ἀδωνίασ ἐφοβήθη τὸν βασιλέα Σαλωμὼν καὶ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου λέγων. ὀμοσάτω μοι σήμερον Σαλωμών, εἰ οὐ θανατώσει τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐν ρομφαίᾳ. (Septuagint, Liber I Regum 1:51)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 1:51)

  • καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντεσ ὅτι πέφυγεν Ἰωὰβ εἰσ τὴν σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ ἰδοὺ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν ὁ βασιλεὺσ πρὸσ Ἰωὰβ λέγων. τί γέγονέ σοι, ὅτι πέφυγασ εἰσ τὸ θυσιαστήριον̣ καὶ εἶπεν Ἰωάβ. ὅτι ἐφοβήθην ἀπὸ προσώπου σου, καὶ ἔφυγον πρὸσ Κύριον. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν τὸν Βαναίου υἱὸν Ἰωδαὲ λέγων. πορεύου καὶ ἄνελε αὐτὸν καὶ θάψον αὐτόν. (Septuagint, Liber I Regum 2:29)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 2:29)

  • δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον, ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:13)

    (70인역 성경, 잠언 19:13)

  • τοῦτον δὲ τὸν Πλούτωνα τὴν παρ’ αὑτῷ πολιτείαν καὶ τὸν κάτω βίον καταστήσασθαι τοιοῦτον κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων, καταδεξάμενον δὲ αὐτοὺσ καὶ παραλαβόντα κατέχειν δεσμοῖσ ἀφύκτοισ, οὐδενὶ τὸ παράπαν τῆσ ἄνω ὁδοῦ ὑφιέμενον πλὴν ἐξ ἅπαντοσ τοῦ αἰῶνοσ πάνυ ὀλίγων ἐπὶ μεγίσταισ αἰτίαισ. (Lucian, (no name) 2:2)

    (루키아노스, (no name) 2:2)

  • λέγεται δὲ καὶ Διονύσιον τραγῳδίαν ποιεῖν φαύλωσ πάνυ καὶ γελοίωσ, ὥστε τὸν Φιλόξενον πολλάκισ δι’ αὐτὴν εἰσ τὰσ λατομίασ ἐμπεσεῖν οὐ δυνάμενον κατέχειν τὸν γέλωτα. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 15:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 15:1)

  • "ἐγὼ κατέχω τινὰ ὀψοφάγον ἐπὶ τοσοῦτον ἐκπεπτωκότα τοῦ μὴ ἐντρέπεσθαι τοὺσ πλησίον ἐπὶ τοῖσ γινομένοισ, ὥστε φανερῶσ ἐν τοῖσ βαλανείοισ τήν τε χεῖρα συνεθίζειν πρὸσ τὰ θερμὰ καθιέντα εἰσ ὕδωρ θερμὸν καὶ τὸ στόμα ἀναγαργαριζόμενον θερμῷ, ὅπωσ δηλονότι ἐν τοῖσ θερμοῖσ δυσκίνητοσ ᾖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 9 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 9 1:1)

  • παῖδεσ κρατίστου Πανὸσ ἐξωλέστατοι, ἐγὼ μὲν ὑμῖν, ὡσ ὁρᾶτε, στρηνιῶ δεῖπνον γὰρ οὔτ’ ἐν Καρίᾳ, μὰ τοὺσ θεούσ, οὔτ’ ἐν Ῥόδῳ τοιοῦτον οὔτ’ ἐν Λυδίᾳ κατέχω δεδειπνηκώσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 15 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 15 3:1)

  • εἰσ τὸ αὐτό ἡ Νέμεσισ πῆχυν κατέχω· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2241)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2241)

  • Ἑλλάδοσ εὐρυχόρου στέφανον καὶ κόσμον ἀοιδῆσ, Ἀσκραῖον γενεὴν Ἡσίοδον κατέχω. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 521)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 521)

  • εἰσ τὸν αὐτόν Γρηγορίου Νόννησ τε θεουδέοσ υἱᾶ φέριστον τύμβοσ ὅδ’ εὐγενέτην Καισάριον κατέχω, ἔξοχον ἐν λογίοισιν, ὑπείροχον ἐν βασιλῄοισ, ἀστεροπὴν γαίησ πείρασι λαμπομένην. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 951)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 951)

유의어

  1. 꽉 잡다

  2. 머무르다

  3. 소유하다

  4. 채우다

  5. 계속하다

  6. 덮다

  7. 덮다

  8. 점유하다

  9. 이해하다

  10. 소유하다

  11. to follow close upon

  12. to bring a ship to land

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION