헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεστόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεστόω

형태분석: μεστό (어간) + ω (인칭어미)

어원: mesto/s

  1. 채우다, 덮다, 가득 넣다
  1. to fill full of, to be filled or full of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέστω

(나는) 채운다

μέστοις

(너는) 채운다

μέστοι

(그는) 채운다

쌍수 μέστουτον

(너희 둘은) 채운다

μέστουτον

(그 둘은) 채운다

복수 μέστουμεν

(우리는) 채운다

μέστουτε

(너희는) 채운다

μέστουσιν*

(그들은) 채운다

접속법단수 μέστω

(나는) 채우자

μέστοις

(너는) 채우자

μέστοι

(그는) 채우자

쌍수 μέστωτον

(너희 둘은) 채우자

μέστωτον

(그 둘은) 채우자

복수 μέστωμεν

(우리는) 채우자

μέστωτε

(너희는) 채우자

μέστωσιν*

(그들은) 채우자

기원법단수 μέστοιμι

(나는) 채우기를 (바라다)

μέστοις

(너는) 채우기를 (바라다)

μέστοι

(그는) 채우기를 (바라다)

쌍수 μέστοιτον

(너희 둘은) 채우기를 (바라다)

μεστοίτην

(그 둘은) 채우기를 (바라다)

복수 μέστοιμεν

(우리는) 채우기를 (바라다)

μέστοιτε

(너희는) 채우기를 (바라다)

μέστοιεν

(그들은) 채우기를 (바라다)

명령법단수 με͂στου

(너는) 채우어라

μεστοῦτω

(그는) 채우어라

쌍수 μέστουτον

(너희 둘은) 채우어라

μεστοῦτων

(그 둘은) 채우어라

복수 μέστουτε

(너희는) 채우어라

μεστοῦντων, μεστοῦτωσαν

(그들은) 채우어라

부정사 μέστουν

채우는 것

분사 남성여성중성
μεστων

μεστουντος

μεστουσα

μεστουσης

μεστουν

μεστουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέστουμαι

(나는) 채워진다

μέστοι

(너는) 채워진다

μέστουται

(그는) 채워진다

쌍수 μέστουσθον

(너희 둘은) 채워진다

μέστουσθον

(그 둘은) 채워진다

복수 μεστοῦμεθα

(우리는) 채워진다

μέστουσθε

(너희는) 채워진다

μέστουνται

(그들은) 채워진다

접속법단수 μέστωμαι

(나는) 채워지자

μέστοι

(너는) 채워지자

μέστωται

(그는) 채워지자

쌍수 μέστωσθον

(너희 둘은) 채워지자

μέστωσθον

(그 둘은) 채워지자

복수 μεστώμεθα

(우리는) 채워지자

μέστωσθε

(너희는) 채워지자

μέστωνται

(그들은) 채워지자

기원법단수 μεστοίμην

(나는) 채워지기를 (바라다)

μέστοιο

(너는) 채워지기를 (바라다)

μέστοιτο

(그는) 채워지기를 (바라다)

쌍수 μέστοισθον

(너희 둘은) 채워지기를 (바라다)

μεστοίσθην

(그 둘은) 채워지기를 (바라다)

복수 μεστοίμεθα

(우리는) 채워지기를 (바라다)

μέστοισθε

(너희는) 채워지기를 (바라다)

μέστοιντο

(그들은) 채워지기를 (바라다)

명령법단수 μέστου

(너는) 채워져라

μεστοῦσθω

(그는) 채워져라

쌍수 μέστουσθον

(너희 둘은) 채워져라

μεστοῦσθων

(그 둘은) 채워져라

복수 μέστουσθε

(너희는) 채워져라

μεστοῦσθων, μεστοῦσθωσαν

(그들은) 채워져라

부정사 μέστουσθαι

채워지는 것

분사 남성여성중성
μεστουμενος

μεστουμενου

μεστουμενη

μεστουμενης

μεστουμενον

μεστουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμε͂στουν

(나는) 채우고 있었다

ἐμε͂στους

(너는) 채우고 있었다

ἐμε͂στουν*

(그는) 채우고 있었다

쌍수 ἐμέστουτον

(너희 둘은) 채우고 있었다

ἐμεστοῦτην

(그 둘은) 채우고 있었다

복수 ἐμέστουμεν

(우리는) 채우고 있었다

ἐμέστουτε

(너희는) 채우고 있었다

ἐμε͂στουν

(그들은) 채우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεστοῦμην

(나는) 채워지고 있었다

ἐμέστου

(너는) 채워지고 있었다

ἐμέστουτο

(그는) 채워지고 있었다

쌍수 ἐμέστουσθον

(너희 둘은) 채워지고 있었다

ἐμεστοῦσθην

(그 둘은) 채워지고 있었다

복수 ἐμεστοῦμεθα

(우리는) 채워지고 있었다

ἐμέστουσθε

(너희는) 채워지고 있었다

ἐμέστουντο

(그들은) 채워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 채우다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION