헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστρώννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστρώννυμι καταστορέσω κατεστρώθην

형태분석: κατα (접두사) + στρώννυ (어간) + μι (인칭어미)

어원: part. fem. kastornu=sa as if from katasto/rnumi

  1. 떨어지게 하다, 타락시키다
  2. 아래로 버리다, 땅으로 던지다, 떨어지게 하다
  1. to lay low
  2. to over-spread or cover with
  3. to spread upon
  4. to throw down, lay low

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρώννυμι

(나는) 떨어지게 한다

καταστρώννυς

(너는) 떨어지게 한다

καταστρώννυσιν*

(그는) 떨어지게 한다

쌍수 καταστρώννυτον

(너희 둘은) 떨어지게 한다

καταστρώννυτον

(그 둘은) 떨어지게 한다

복수 καταστρώννυμεν

(우리는) 떨어지게 한다

καταστρώννυτε

(너희는) 떨어지게 한다

καταστρωννύᾱσιν*

(그들은) 떨어지게 한다

접속법단수 καταστρωννύω

(나는) 떨어지게 하자

καταστρωννύῃς

(너는) 떨어지게 하자

καταστρωννύῃ

(그는) 떨어지게 하자

쌍수 καταστρωννύητον

(너희 둘은) 떨어지게 하자

καταστρωννύητον

(그 둘은) 떨어지게 하자

복수 καταστρωννύωμεν

(우리는) 떨어지게 하자

καταστρωννύητε

(너희는) 떨어지게 하자

καταστρωννύωσιν*

(그들은) 떨어지게 하자

기원법단수 καταστρωννύοιμι

(나는) 떨어지게 하기를 (바라다)

καταστρωννύοις

(너는) 떨어지게 하기를 (바라다)

καταστρωννύοι

(그는) 떨어지게 하기를 (바라다)

쌍수 καταστρωννύοιτον

(너희 둘은) 떨어지게 하기를 (바라다)

καταστρωννυοίτην

(그 둘은) 떨어지게 하기를 (바라다)

복수 καταστρωννύοιμεν

(우리는) 떨어지게 하기를 (바라다)

καταστρωννύοιτε

(너희는) 떨어지게 하기를 (바라다)

καταστρωννύοιεν

(그들은) 떨어지게 하기를 (바라다)

명령법단수 καταστρώννυ

(너는) 떨어지게 해라

καταστρωννύτω

(그는) 떨어지게 해라

쌍수 καταστρώννυτον

(너희 둘은) 떨어지게 해라

καταστρωννύτων

(그 둘은) 떨어지게 해라

복수 καταστρώννυτε

(너희는) 떨어지게 해라

καταστρωννύντων

(그들은) 떨어지게 해라

부정사 καταστρωννύναι

떨어지게 하는 것

분사 남성여성중성
καταστρωννῡς

καταστρωννυντος

καταστρωννῡσα

καταστρωννῡσης

καταστρωννυν

καταστρωννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρώννυμαι

(나는) 떨어지게 된다

καταστρώννυσαι

(너는) 떨어지게 된다

καταστρώννυται

(그는) 떨어지게 된다

쌍수 καταστρώννυσθον

(너희 둘은) 떨어지게 된다

καταστρώννυσθον

(그 둘은) 떨어지게 된다

복수 καταστρωννύμεθα

(우리는) 떨어지게 된다

καταστρώννυσθε

(너희는) 떨어지게 된다

καταστρώννυνται

(그들은) 떨어지게 된다

접속법단수 καταστρωννύωμαι

(나는) 떨어지게 되자

καταστρωννύῃ

(너는) 떨어지게 되자

καταστρωννύηται

(그는) 떨어지게 되자

쌍수 καταστρωννύησθον

(너희 둘은) 떨어지게 되자

καταστρωννύησθον

(그 둘은) 떨어지게 되자

복수 καταστρωννυώμεθα

(우리는) 떨어지게 되자

καταστρωννύησθε

(너희는) 떨어지게 되자

καταστρωννύωνται

(그들은) 떨어지게 되자

기원법단수 καταστρωννυοίμην

(나는) 떨어지게 되기를 (바라다)

καταστρωννύοιο

(너는) 떨어지게 되기를 (바라다)

καταστρωννύοιτο

(그는) 떨어지게 되기를 (바라다)

쌍수 καταστρωννύοισθον

(너희 둘은) 떨어지게 되기를 (바라다)

καταστρωννυοίσθην

(그 둘은) 떨어지게 되기를 (바라다)

복수 καταστρωννυοίμεθα

(우리는) 떨어지게 되기를 (바라다)

καταστρωννύοισθε

(너희는) 떨어지게 되기를 (바라다)

καταστρωννύοιντο

(그들은) 떨어지게 되기를 (바라다)

명령법단수 καταστρώννυσο

(너는) 떨어지게 되어라

καταστρωννύσθω

(그는) 떨어지게 되어라

쌍수 καταστρώννυσθον

(너희 둘은) 떨어지게 되어라

καταστρωννύσθων

(그 둘은) 떨어지게 되어라

복수 καταστρώννυσθε

(너희는) 떨어지게 되어라

καταστρωννύσθων

(그들은) 떨어지게 되어라

부정사 καταστρώννυσθαι

떨어지게 되는 것

분사 남성여성중성
καταστρωννυμενος

καταστρωννυμενου

καταστρωννυμενη

καταστρωννυμενης

καταστρωννυμενον

καταστρωννυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστορέσω

(나는) 떨어지게 하겠다

καταστορέσεις

(너는) 떨어지게 하겠다

καταστορέσει

(그는) 떨어지게 하겠다

쌍수 καταστορέσετον

(너희 둘은) 떨어지게 하겠다

καταστορέσετον

(그 둘은) 떨어지게 하겠다

복수 καταστορέσομεν

(우리는) 떨어지게 하겠다

καταστορέσετε

(너희는) 떨어지게 하겠다

καταστορέσουσιν*

(그들은) 떨어지게 하겠다

기원법단수 καταστορέσοιμι

(나는) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

καταστορέσοις

(너는) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

καταστορέσοι

(그는) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

쌍수 καταστορέσοιτον

(너희 둘은) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

καταστορεσοίτην

(그 둘은) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

복수 καταστορέσοιμεν

(우리는) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

καταστορέσοιτε

(너희는) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

καταστορέσοιεν

(그들은) 떨어지게 하겠기를 (바라다)

부정사 καταστορέσειν

떨어지게 할 것

분사 남성여성중성
καταστορεσων

καταστορεσοντος

καταστορεσουσα

καταστορεσουσης

καταστορεσον

καταστορεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστορέσομαι

(나는) 떨어지게 되겠다

καταστορέσει, καταστορέσῃ

(너는) 떨어지게 되겠다

καταστορέσεται

(그는) 떨어지게 되겠다

쌍수 καταστορέσεσθον

(너희 둘은) 떨어지게 되겠다

καταστορέσεσθον

(그 둘은) 떨어지게 되겠다

복수 καταστορεσόμεθα

(우리는) 떨어지게 되겠다

καταστορέσεσθε

(너희는) 떨어지게 되겠다

καταστορέσονται

(그들은) 떨어지게 되겠다

기원법단수 καταστορεσοίμην

(나는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστορέσοιο

(너는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστορέσοιτο

(그는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

쌍수 καταστορέσοισθον

(너희 둘은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστορεσοίσθην

(그 둘은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

복수 καταστορεσοίμεθα

(우리는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστορέσοισθε

(너희는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστορέσοιντο

(그들은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

부정사 καταστορέσεσθαι

떨어지게 될 것

분사 남성여성중성
καταστορεσομενος

καταστορεσομενου

καταστορεσομενη

καταστορεσομενης

καταστορεσομενον

καταστορεσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρωθήσομαι

(나는) 떨어지게 되겠다

καταστρωθήσῃ

(너는) 떨어지게 되겠다

καταστρωθήσεται

(그는) 떨어지게 되겠다

쌍수 καταστρωθήσεσθον

(너희 둘은) 떨어지게 되겠다

καταστρωθήσεσθον

(그 둘은) 떨어지게 되겠다

복수 καταστρωθησόμεθα

(우리는) 떨어지게 되겠다

καταστρωθήσεσθε

(너희는) 떨어지게 되겠다

καταστρωθήσονται

(그들은) 떨어지게 되겠다

기원법단수 καταστρωθησοίμην

(나는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστρωθήσοιο

(너는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστρωθήσοιτο

(그는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

쌍수 καταστρωθήσοισθον

(너희 둘은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστρωθησοίσθην

(그 둘은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

복수 καταστρωθησοίμεθα

(우리는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστρωθήσοισθε

(너희는) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

καταστρωθήσοιντο

(그들은) 떨어지게 되겠기를 (바라다)

부정사 καταστρωθήσεσθαι

떨어지게 될 것

분사 남성여성중성
καταστρωθησομενος

καταστρωθησομενου

καταστρωθησομενη

καταστρωθησομενης

καταστρωθησομενον

καταστρωθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέστρωννυν

(나는) 떨어지게 하고 있었다

κατέστρωννυς

(너는) 떨어지게 하고 있었다

κατέστρωννυν*

(그는) 떨어지게 하고 있었다

쌍수 κατεστρώννυτον

(너희 둘은) 떨어지게 하고 있었다

κατεστρωννύτην

(그 둘은) 떨어지게 하고 있었다

복수 κατεστρώννυμεν

(우리는) 떨어지게 하고 있었다

κατεστρώννυτε

(너희는) 떨어지게 하고 있었다

κατεστρώννυσαν

(그들은) 떨어지게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστρωννύμην

(나는) 떨어지게 되고 있었다

κατεστρωννύου, κατεστρώννυσο

(너는) 떨어지게 되고 있었다

κατεστρώννυτο

(그는) 떨어지게 되고 있었다

쌍수 κατεστρώννυσθον

(너희 둘은) 떨어지게 되고 있었다

κατεστρωννύσθην

(그 둘은) 떨어지게 되고 있었다

복수 κατεστρωννύμεθα

(우리는) 떨어지게 되고 있었다

κατεστρώννυσθε

(너희는) 떨어지게 되고 있었다

κατεστρώννυντο

(그들은) 떨어지게 되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστρώθην

(나는) 떨어지게 되었다

κατεστρώθης

(너는) 떨어지게 되었다

κατεστρώθη

(그는) 떨어지게 되었다

쌍수 κατεστρώθητον

(너희 둘은) 떨어지게 되었다

κατεστρωθήτην

(그 둘은) 떨어지게 되었다

복수 κατεστρώθημεν

(우리는) 떨어지게 되었다

κατεστρώθητε

(너희는) 떨어지게 되었다

κατεστρώθησαν

(그들은) 떨어지게 되었다

접속법단수 καταστρώθω

(나는) 떨어지게 되었자

καταστρώθῃς

(너는) 떨어지게 되었자

καταστρώθῃ

(그는) 떨어지게 되었자

쌍수 καταστρώθητον

(너희 둘은) 떨어지게 되었자

καταστρώθητον

(그 둘은) 떨어지게 되었자

복수 καταστρώθωμεν

(우리는) 떨어지게 되었자

καταστρώθητε

(너희는) 떨어지게 되었자

καταστρώθωσιν*

(그들은) 떨어지게 되었자

기원법단수 καταστρωθείην

(나는) 떨어지게 되었기를 (바라다)

καταστρωθείης

(너는) 떨어지게 되었기를 (바라다)

καταστρωθείη

(그는) 떨어지게 되었기를 (바라다)

쌍수 καταστρωθείητον

(너희 둘은) 떨어지게 되었기를 (바라다)

καταστρωθειήτην

(그 둘은) 떨어지게 되었기를 (바라다)

복수 καταστρωθείημεν

(우리는) 떨어지게 되었기를 (바라다)

καταστρωθείητε

(너희는) 떨어지게 되었기를 (바라다)

καταστρωθείησαν

(그들은) 떨어지게 되었기를 (바라다)

명령법단수 καταστρώθητι

(너는) 떨어지게 되었어라

καταστρωθήτω

(그는) 떨어지게 되었어라

쌍수 καταστρώθητον

(너희 둘은) 떨어지게 되었어라

καταστρωθήτων

(그 둘은) 떨어지게 되었어라

복수 καταστρώθητε

(너희는) 떨어지게 되었어라

καταστρωθέντων

(그들은) 떨어지게 되었어라

부정사 καταστρωθῆναι

떨어지게 되었는 것

분사 남성여성중성
καταστρωθεις

καταστρωθεντος

καταστρωθεισα

καταστρωθεισης

καταστρωθεν

καταστρωθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 떨어지게 하다

  2. to over-spread or cover with

  3. to spread upon

  4. 아래로 버리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION