헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατίθημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατίθημι κατατιθήσω κατέθην

형태분석: κατα (접두사) + τίθε̄ (어간) + μι (인칭어미)

어원: 1st pl. subj. kata-qei/omen for kata-qw=men

  1. 두다, 놓다, 위치시키다, 사이에 놓다
  2. 주다, 제안하다, 두다, 연회를 베풀다, 놓다, 전달하다, 구애하다, 벌이다
  3. 되사다, 상환하다, 되찾다, 재구입하다
  4. 연기하다, 미루다, 늦추다, 휴회시키다
  5. 하다, 잡다, 마련하다, 배열하다
  6. 제쳐놓다, 가공하다, 논하다
  7. 매장하다, 묻다, 발굴하다
  1. to place, put, lay down
  2. to propose as a prize, to propose, to put, down, to communicate, give, a common share of
  3. to put down as payment, pay down, to redeem
  4. to lay up, lay by
  5. to lay down from oneself, put off, lay aside
  6. to put an end to, arrange, settle
  7. to put aside, treat
  8. to lay down in, to bury
  9. to deposit for oneself, lay up in store, to lay up store of, to lay up a store of
  10. to deposit in a place of safety
  11. to lay up in memory or as a memorial

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατῖθημι

(나는) 둔다

κατατῖθης

(너는) 둔다

κατατῖθησιν*

(그는) 둔다

쌍수 κατατίθετον

(너희 둘은) 둔다

κατατίθετον

(그 둘은) 둔다

복수 κατατίθεμεν

(우리는) 둔다

κατατίθετε

(너희는) 둔다

κατατιθέᾱσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 κατατίθω

(나는) 두자

κατατίθῃς

(너는) 두자

κατατίθῃ

(그는) 두자

쌍수 κατατίθητον

(너희 둘은) 두자

κατατίθητον

(그 둘은) 두자

복수 κατατίθωμεν

(우리는) 두자

κατατίθητε

(너희는) 두자

κατατίθωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 κατατιθεῖην

(나는) 두기를 (바라다)

κατατιθεῖης

(너는) 두기를 (바라다)

κατατιθεῖη

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 κατατιθεῖητον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

κατατιθείητην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 κατατιθεῖημεν

(우리는) 두기를 (바라다)

κατατιθεῖητε

(너희는) 두기를 (바라다)

κατατιθεῖησαν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 κατατῖθει

(너는) 두어라

κατατιθέτω

(그는) 두어라

쌍수 κατατίθετον

(너희 둘은) 두어라

κατατιθέτων

(그 둘은) 두어라

복수 κατατίθετε

(너희는) 두어라

κατατιθέντων

(그들은) 두어라

부정사 κατατιθέναι

두는 것

분사 남성여성중성
κατατιθεις

κατατιθεντος

κατατιθεισα

κατατιθεισης

κατατιθεν

κατατιθεντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατίθεμαι

(나는) 둬진다

κατατίθεσαι

(너는) 둬진다

κατατίθεται

(그는) 둬진다

쌍수 κατατίθεσθον

(너희 둘은) 둬진다

κατατίθεσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 κατατιθέμεθα

(우리는) 둬진다

κατατίθεσθε

(너희는) 둬진다

κατατίθενται

(그들은) 둬진다

접속법단수 κατατίθωμαι

(나는) 둬지자

κατατίθῃ

(너는) 둬지자

κατατίθηται

(그는) 둬지자

쌍수 κατατίθησθον

(너희 둘은) 둬지자

κατατίθησθον

(그 둘은) 둬지자

복수 κατατιθώμεθα

(우리는) 둬지자

κατατίθησθε

(너희는) 둬지자

κατατίθωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 κατατιθεῖμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

κατατίθειο

(너는) 둬지기를 (바라다)

κατατίθειτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 κατατίθεισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

κατατιθεῖσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 κατατιθεῖμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

κατατίθεισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

κατατίθειντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 κατατίθεσο

(너는) 둬져라

κατατιθέσθω

(그는) 둬져라

쌍수 κατατίθεσθον

(너희 둘은) 둬져라

κατατιθέσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 κατατίθεσθε

(너희는) 둬져라

κατατιθέσθων

(그들은) 둬져라

부정사 κατατίθεσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
κατατιθεμενος

κατατιθεμενου

κατατιθεμενη

κατατιθεμενης

κατατιθεμενον

κατατιθεμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατιθήσω

(나는) 두겠다

κατατιθήσεις

(너는) 두겠다

κατατιθήσει

(그는) 두겠다

쌍수 κατατιθήσετον

(너희 둘은) 두겠다

κατατιθήσετον

(그 둘은) 두겠다

복수 κατατιθήσομεν

(우리는) 두겠다

κατατιθήσετε

(너희는) 두겠다

κατατιθήσουσιν*

(그들은) 두겠다

기원법단수 κατατιθησίημι

(나는) 두겠기를 (바라다)

κατατιθησίης

(너는) 두겠기를 (바라다)

κατατιθησίη

(그는) 두겠기를 (바라다)

쌍수 κατατιθησίητον

(너희 둘은) 두겠기를 (바라다)

κατατιθησιήτην

(그 둘은) 두겠기를 (바라다)

복수 κατατιθησίημεν

(우리는) 두겠기를 (바라다)

κατατιθησίητε

(너희는) 두겠기를 (바라다)

κατατιθησίησαν

(그들은) 두겠기를 (바라다)

부정사 κατατιθήσειν

둘 것

분사 남성여성중성
κατατιθησων

κατατιθησοντος

κατατιθησουσα

κατατιθησουσης

κατατιθησον

κατατιθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατιθήσομαι

(나는) 둬지겠다

κατατιθήσει, κατατιθήσῃ

(너는) 둬지겠다

κατατιθήσεται

(그는) 둬지겠다

쌍수 κατατιθήσεσθον

(너희 둘은) 둬지겠다

κατατιθήσεσθον

(그 둘은) 둬지겠다

복수 κατατιθησόμεθα

(우리는) 둬지겠다

κατατιθήσεσθε

(너희는) 둬지겠다

κατατιθήσονται

(그들은) 둬지겠다

기원법단수 κατατιθησοίμην

(나는) 둬지겠기를 (바라다)

κατατιθήσοιο

(너는) 둬지겠기를 (바라다)

κατατιθήσοιτο

(그는) 둬지겠기를 (바라다)

쌍수 κατατιθήσοισθον

(너희 둘은) 둬지겠기를 (바라다)

κατατιθησοίσθην

(그 둘은) 둬지겠기를 (바라다)

복수 κατατιθησοίμεθα

(우리는) 둬지겠기를 (바라다)

κατατιθήσοισθε

(너희는) 둬지겠기를 (바라다)

κατατιθήσοιντο

(그들은) 둬지겠기를 (바라다)

부정사 κατατιθήσεσθαι

둬질 것

분사 남성여성중성
κατατιθησομενος

κατατιθησομενου

κατατιθησομενη

κατατιθησομενης

κατατιθησομενον

κατατιθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετῖθην

(나는) 두고 있었다

κατετῖθης

(너는) 두고 있었다

κατετῖθην*

(그는) 두고 있었다

쌍수 κατετίθετον

(너희 둘은) 두고 있었다

κατετιθέτην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 κατετίθεμεν

(우리는) 두고 있었다

κατετίθετε

(너희는) 두고 있었다

κατετίθεσαν

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετιθέμην

(나는) 둬지고 있었다

κατετίθου, κατετίθεσο

(너는) 둬지고 있었다

κατετίθετο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 κατετίθεσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

κατετιθέσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 κατετιθέμεθα

(우리는) 둬지고 있었다

κατετίθεσθε

(너희는) 둬지고 있었다

κατετίθεντο

(그들은) 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δ ἐπέδειξεν ἡμῖν ἐν πάσαισ ταῖσ κατὰ τὴν οἰκουμένην φυλαῖσ ἀναμεμεῖχθαι δυσμενῆ λαόν τινα τοῖσ νόμοισ ἀντίθετον πρὸσ πᾶν ἔθνοσ τά τε τῶν βασιλέων παραπέμποντασ διηνεκῶσ διατάγματα, πρὸσ τὸ μὴ κατατίθεσθαι τὴν ὑφ̓ ἡμῶν κατευθυνομένην ἀμέμπτωσ συναρχίαν. (Septuagint, Liber Esther 3:17)

    (70인역 성경, 에스테르기 3:17)

  • νύκτωρ γὰρ ἐλθὼν ἐπὶ τοὺσ θεμελίουσ τοῦ νεὼ τοὺσ ἄρτι ὀρυττομένουσ ‐ συνειστήκει δὲ ἐν αὐτοῖσ ὕδωρ ἢ αὐτόθεν ποθὲν συλλειβόμενον ἢ ἐξ οὐρανοῦ πεσὸν ‐ ἐνταῦθα κατατίθεται χήνειον ᾠὸν προκεκενωμένον, ἔνδον φυλάττον ἑρπετόν τι ἀρτιγέννητον, καὶ βυθίσασ τοῦτο ἐν μυχῷ τοῦ πηλοῦ ὀπίσω αὖθισ ἀπηλλάττετο. (Lucian, Alexander, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 13:2)

  • ὅτε δὲ θέλοιεν ἀναλίσκειν, περιελόντεσ τὸν χρυσὸν ἅμα τοῖσ ἄλλοισ ἐξέβαλλον, ἵνα τῆσ μὲν πολυτελείασ οἱ φίλοι θεαταὶ γίνωνται, οἱ δ’ οἰκέται κύριοι, ἐπιλελησμένοι δ’ ἦσαν οὗτοι, ὡσ καὶ Δοῦρισ ἱστορεῖ, ὅτι καὶ Φίλιπποσ ὁ τοῦ Ἀλεξάνδρου πατήρ ποτήριον χρυσοῦν ὁλκὴν ἄγον πεντήκοντα δραχμὰσ κεκτημένοσ τοῦτο ἐλάμβανε κοιμώμενοσ ἀεὶ καὶ πρὸσ κεφαλὴν αὑτοῦ κατετίθετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 42 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 42 3:1)

  • ὅμωσ δὲ βουλεύσασθαι πρότερον ἐδόκει τοῖσ ἄρχουσι καὶ κατατίθενται τὸν Μάριον εἰσ οἰκίαν Φαννίασ γυναικὸσ οὐκ εὐμενῶσ δοκούσησ ἔχειν πρὸσ αὑτὸν ἐξ αἰτίασ παλαιᾶσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 38 3:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 38 3:1)

  • νῦν δὲ θάπτεται μὲν οὐδεὶσ τῶν ἀπὸ γένουσ, κομίσαντεσ δὲ τόν νεκρὸν ἐκεῖ κατατίθενται καὶ δᾷδά τισ ἡμμένην λαβὼν ὅσον ὑπήνεγκεν, εἶτα ἀναιρεῖται, μαρτυρόμενοσ ἔργῳ τὸ ἐξεῖναι, φείδεσθαι δὲ τῆσ τιμῆσ, καὶ τόν νεκρὸν οὕτωσ ἀποκομίζουσιν. (Plutarch, Publicola, chapter 23 3:3)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 23 3:3)

유의어

  1. 두다

  2. to lay up

  3. 연기하다

  4. 하다

  5. 매장하다

  6. to deposit in a place of safety

  7. to lay up in memory or as a memorial

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION