- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπίνω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: empinō 고전 발음: [엠삐노:] 신약 발음: [앰삐노]

기본형: ἐμπίνω ἐμπίομαι ἐνέπιον ἐμπέπτωκα

형태분석: ἐμ (접두사) + πίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: ἐν

  1. to drink in, drink greedily, to drink greedily of
  2. to drink one's fill

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπίνω

ἐμπίνεις

ἐμπίνει

쌍수 ἐμπίνετον

ἐμπίνετον

복수 ἐμπίνομεν

ἐμπίνετε

ἐμπίνουσι(ν)

접속법단수 ἐμπίνω

ἐμπίνῃς

ἐμπίνῃ

쌍수 ἐμπίνητον

ἐμπίνητον

복수 ἐμπίνωμεν

ἐμπίνητε

ἐμπίνωσι(ν)

기원법단수 ἐμπίνοιμι

ἐμπίνοις

ἐμπίνοι

쌍수 ἐμπίνοιτον

ἐμπινοίτην

복수 ἐμπίνοιμεν

ἐμπίνοιτε

ἐμπίνοιεν

명령법단수 ἐμπίνε

ἐμπινέτω

쌍수 ἐμπίνετον

ἐμπινέτων

복수 ἐμπίνετε

ἐμπινόντων, ἐμπινέτωσαν

부정사 ἐμπίνειν

분사 남성여성중성
ἐμπινων

ἐμπινοντος

ἐμπινουσα

ἐμπινουσης

ἐμπινον

ἐμπινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπίνομαι

ἐμπίνει, ἐμπίνῃ

ἐμπίνεται

쌍수 ἐμπίνεσθον

ἐμπίνεσθον

복수 ἐμπινόμεθα

ἐμπίνεσθε

ἐμπίνονται

접속법단수 ἐμπίνωμαι

ἐμπίνῃ

ἐμπίνηται

쌍수 ἐμπίνησθον

ἐμπίνησθον

복수 ἐμπινώμεθα

ἐμπίνησθε

ἐμπίνωνται

기원법단수 ἐμπινοίμην

ἐμπίνοιο

ἐμπίνοιτο

쌍수 ἐμπίνοισθον

ἐμπινοίσθην

복수 ἐμπινοίμεθα

ἐμπίνοισθε

ἐμπίνοιντο

명령법단수 ἐμπίνου

ἐμπινέσθω

쌍수 ἐμπίνεσθον

ἐμπινέσθων

복수 ἐμπίνεσθε

ἐμπινέσθων, ἐμπινέσθωσαν

부정사 ἐμπίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμπινομενος

ἐμπινομενου

ἐμπινομενη

ἐμπινομενης

ἐμπινομενον

ἐμπινομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὰν τὸν πρῶτον ἄνδρα καταβάλῃ ἀνὴρ Σκύθης, τοῦ αἵματος ἐμπίνει, ὅσους δ ἂν φονεύσῃ ἐν τῇ μάχῃ, τούτων τὰς κεφαλὰς ἀποφέρει τῷ βασιλέι. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 64 1:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 64 1:2)

유의어

  1. to drink in

  2. to drink one's fill

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION