- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπίνω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: diapinō 고전 발음: [디아삐노:] 신약 발음: [디아삐노]

기본형: διαπίνω διαπίομαι διέπιον

형태분석: δια (접두사) + πίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drink one against another, challenge at drinking

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπίνω

διαπίνεις

διαπίνει

쌍수 διαπίνετον

διαπίνετον

복수 διαπίνομεν

διαπίνετε

διαπίνουσι(ν)

접속법단수 διαπίνω

διαπίνῃς

διαπίνῃ

쌍수 διαπίνητον

διαπίνητον

복수 διαπίνωμεν

διαπίνητε

διαπίνωσι(ν)

기원법단수 διαπίνοιμι

διαπίνοις

διαπίνοι

쌍수 διαπίνοιτον

διαπινοίτην

복수 διαπίνοιμεν

διαπίνοιτε

διαπίνοιεν

명령법단수 διαπίνε

διαπινέτω

쌍수 διαπίνετον

διαπινέτων

복수 διαπίνετε

διαπινόντων, διαπινέτωσαν

부정사 διαπίνειν

분사 남성여성중성
διαπινων

διαπινοντος

διαπινουσα

διαπινουσης

διαπινον

διαπινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπίνομαι

διαπίνει, διαπίνῃ

διαπίνεται

쌍수 διαπίνεσθον

διαπίνεσθον

복수 διαπινόμεθα

διαπίνεσθε

διαπίνονται

접속법단수 διαπίνωμαι

διαπίνῃ

διαπίνηται

쌍수 διαπίνησθον

διαπίνησθον

복수 διαπινώμεθα

διαπίνησθε

διαπίνωνται

기원법단수 διαπινοίμην

διαπίνοιο

διαπίνοιτο

쌍수 διαπίνοισθον

διαπινοίσθην

복수 διαπινοίμεθα

διαπίνοισθε

διαπίνοιντο

명령법단수 διαπίνου

διαπινέσθω

쌍수 διαπίνεσθον

διαπινέσθων

복수 διαπίνεσθε

διαπινέσθων, διαπινέσθωσαν

부정사 διαπίνεσθαι

분사 남성여성중성
διαπινομενος

διαπινομενου

διαπινομενη

διαπινομενης

διαπινομενον

διαπινομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὸ ἄρτου τε ἐπίνοια πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου καὶ τοῖς διαπίνουσιν ἄλεισα καὶ γὰρ ταῦτα εἰς τὸ ἴσον χωρούντων ἐγίνετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 21 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 21 2:1)

  • τὸ νέκταρ ἐσθίω πάνυ μάττων διαπίνω τ ἀμβροσίαν καὶ τῷ Διὶ διακονῶ καὶ σεμνὸς εἰμ ἑκάστοτε Ἥρᾳ λαλῶν καὶ Κύπριδι παρακαθήμενος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 8 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 8 1:1)

  • ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἦσαν, διαπινόντων τὸν Πέρσην τὸν ὁμόκλινον Ἑλλάδα γλῶσσαν ἱέντα εἰρέσθαι αὐτὸν ὁποδαπός ἐστι, αὐτὸς δὲ ὑποκρίνασθαι ὡς εἰή Ὀρχομένιος. (Herodotus, The Histories, book 9, chapter 16 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 9, chapter 16 3:1)

유의어

  1. to drink one against another

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION