헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διευτυχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διευτυχέω διευτυχήσω

형태분석: δι (접두사) + εὐτυχέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to continue prosperous

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διευτύχω

διευτύχεις

διευτύχει

쌍수 διευτύχειτον

διευτύχειτον

복수 διευτύχουμεν

διευτύχειτε

διευτύχουσιν*

접속법단수 διευτύχω

διευτύχῃς

διευτύχῃ

쌍수 διευτύχητον

διευτύχητον

복수 διευτύχωμεν

διευτύχητε

διευτύχωσιν*

기원법단수 διευτύχοιμι

διευτύχοις

διευτύχοι

쌍수 διευτύχοιτον

διευτυχοίτην

복수 διευτύχοιμεν

διευτύχοιτε

διευτύχοιεν

명령법단수 διευτῦχει

διευτυχεῖτω

쌍수 διευτύχειτον

διευτυχεῖτων

복수 διευτύχειτε

διευτυχοῦντων, διευτυχεῖτωσαν

부정사 διευτύχειν

분사 남성여성중성
διευτυχων

διευτυχουντος

διευτυχουσα

διευτυχουσης

διευτυχουν

διευτυχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διευτύχουμαι

διευτύχει, διευτύχῃ

διευτύχειται

쌍수 διευτύχεισθον

διευτύχεισθον

복수 διευτυχοῦμεθα

διευτύχεισθε

διευτύχουνται

접속법단수 διευτύχωμαι

διευτύχῃ

διευτύχηται

쌍수 διευτύχησθον

διευτύχησθον

복수 διευτυχώμεθα

διευτύχησθε

διευτύχωνται

기원법단수 διευτυχοίμην

διευτύχοιο

διευτύχοιτο

쌍수 διευτύχοισθον

διευτυχοίσθην

복수 διευτυχοίμεθα

διευτύχοισθε

διευτύχοιντο

명령법단수 διευτύχου

διευτυχεῖσθω

쌍수 διευτύχεισθον

διευτυχεῖσθων

복수 διευτύχεισθε

διευτυχεῖσθων, διευτυχεῖσθωσαν

부정사 διευτύχεισθαι

분사 남성여성중성
διευτυχουμενος

διευτυχουμενου

διευτυχουμενη

διευτυχουμενης

διευτυχουμενον

διευτυχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to continue prosperous

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION