Ancient Greek-English Dictionary Language

προτείνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προτείνω προτενῶ

Structure: προ (Prefix) + τείν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stretch out before, hold before
  2. to expose to danger
  3. to hold out
  4. to stretch forth, to stretch forward
  5. to offer
  6. to hold out, tender, shew at a distance
  7. to put forward
  8. to demand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτείνω προτείνεις προτείνει
Dual προτείνετον προτείνετον
Plural προτείνομεν προτείνετε προτείνουσιν*
SubjunctiveSingular προτείνω προτείνῃς προτείνῃ
Dual προτείνητον προτείνητον
Plural προτείνωμεν προτείνητε προτείνωσιν*
OptativeSingular προτείνοιμι προτείνοις προτείνοι
Dual προτείνοιτον προτεινοίτην
Plural προτείνοιμεν προτείνοιτε προτείνοιεν
ImperativeSingular προτείνε προτεινέτω
Dual προτείνετον προτεινέτων
Plural προτείνετε προτεινόντων, προτεινέτωσαν
Infinitive προτείνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προτεινων προτεινοντος προτεινουσα προτεινουσης προτεινον προτεινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτείνομαι προτείνει, προτείνῃ προτείνεται
Dual προτείνεσθον προτείνεσθον
Plural προτεινόμεθα προτείνεσθε προτείνονται
SubjunctiveSingular προτείνωμαι προτείνῃ προτείνηται
Dual προτείνησθον προτείνησθον
Plural προτεινώμεθα προτείνησθε προτείνωνται
OptativeSingular προτεινοίμην προτείνοιο προτείνοιτο
Dual προτείνοισθον προτεινοίσθην
Plural προτεινοίμεθα προτείνοισθε προτείνοιντο
ImperativeSingular προτείνου προτεινέσθω
Dual προτείνεσθον προτεινέσθων
Plural προτείνεσθε προτεινέσθων, προτεινέσθωσαν
Infinitive προτείνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προτεινομενος προτεινομενου προτεινομενη προτεινομενης προτεινομενον προτεινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • νῦν ὦν, εὖ γὰρ ἐποίησασ ἀπικόμενοσ, τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι· (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 24 5:1)

Synonyms

  1. to stretch out before

  2. to expose to danger

  3. to hold out

  4. to stretch forth

  5. to offer

  6. to put forward

  7. to demand

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION