Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεπιτείνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσεπιτείνω προσεπιτενῶ

Structure: προς (Prefix) + ἐπι (Prefix) + τείν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stretch still further, to lay more stress upon
  2. to torture or punish yet more

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπιτείνω προσεπιτείνεις προσεπιτείνει
Dual προσεπιτείνετον προσεπιτείνετον
Plural προσεπιτείνομεν προσεπιτείνετε προσεπιτείνουσιν*
SubjunctiveSingular προσεπιτείνω προσεπιτείνῃς προσεπιτείνῃ
Dual προσεπιτείνητον προσεπιτείνητον
Plural προσεπιτείνωμεν προσεπιτείνητε προσεπιτείνωσιν*
OptativeSingular προσεπιτείνοιμι προσεπιτείνοις προσεπιτείνοι
Dual προσεπιτείνοιτον προσεπιτεινοίτην
Plural προσεπιτείνοιμεν προσεπιτείνοιτε προσεπιτείνοιεν
ImperativeSingular προσεπιτείνε προσεπιτεινέτω
Dual προσεπιτείνετον προσεπιτεινέτων
Plural προσεπιτείνετε προσεπιτεινόντων, προσεπιτεινέτωσαν
Infinitive προσεπιτείνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπιτεινων προσεπιτεινοντος προσεπιτεινουσα προσεπιτεινουσης προσεπιτεινον προσεπιτεινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπιτείνομαι προσεπιτείνει, προσεπιτείνῃ προσεπιτείνεται
Dual προσεπιτείνεσθον προσεπιτείνεσθον
Plural προσεπιτεινόμεθα προσεπιτείνεσθε προσεπιτείνονται
SubjunctiveSingular προσεπιτείνωμαι προσεπιτείνῃ προσεπιτείνηται
Dual προσεπιτείνησθον προσεπιτείνησθον
Plural προσεπιτεινώμεθα προσεπιτείνησθε προσεπιτείνωνται
OptativeSingular προσεπιτεινοίμην προσεπιτείνοιο προσεπιτείνοιτο
Dual προσεπιτείνοισθον προσεπιτεινοίσθην
Plural προσεπιτεινοίμεθα προσεπιτείνοισθε προσεπιτείνοιντο
ImperativeSingular προσεπιτείνου προσεπιτεινέσθω
Dual προσεπιτείνεσθον προσεπιτεινέσθων
Plural προσεπιτείνεσθε προσεπιτεινέσθων, προσεπιτεινέσθωσαν
Infinitive προσεπιτείνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπιτεινομενος προσεπιτεινομενου προσεπιτεινομενη προσεπιτεινομενης προσεπιτεινομενον προσεπιτεινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to torture or punish yet more

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION