προχέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
προχέω
προχεῶ
προέχεα
Structure:
προ
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pour forth or forward, pouring over
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πολλῶν οὖν γεγονότων καὶ μεγάλων κατακλυσμῶν ἐν τοῖσ ἐνακισχιλίοισ ἔτεσι ‐ τοσαῦτα γὰρ πρὸσ τὸν νῦν ἀπ’ ἐκείνου τοῦ χρόνου γέγονεν ἔτη ‐ τὸ τῆσ γῆσ ἐν τούτοισ τοῖσ χρόνοισ καὶ πάθεσιν ἐκ τῶν ὑψηλῶν ἀπορρέον οὔτε χῶμα, ὡσ ἐν ἄλλοισ τόποισ, προχοῖ λόγου ἄξιον ἀεί τε κύκλῳ περιρρέον εἰσ βάθοσ ἀφανίζεται· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 33:5)
- ἐγγίνεται δ’ ἐν τοῖσ στελέχεσι ξυλοφάγου τι σκώληκοσ εἶδοσ, ὃ μέχρι τῆσ ἐπιφανείασ διαφαγὸν τὸ ξύλον τὸ μὲν πρῶτον πιτύροισ ἢ πρίσμασιν ἐοικόσ τι ψῆγμα προχεῖ, καὶ σωρὸσ συνίσταται πρὸσ τῇ ῥίζῃ, μετὰ δὲ ταῦτα ἀπολείβεταί τισ ὑγρασία δεχομένη πῆξιν ῥᾳδίαν παραπλησίαν τῇ κόμμει· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 7 5:9)
- Τηλεβόαι γάρ με τόδ’ ὠνόμασαν νύμφαισ μὲν προχέω λουτρόν, θνητοῖσι δ’ ὑγείην θῆκε δέ με Πτερέλασ υἱὸσ Ἐνυαλίου. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6842)
- ἀντὶ δὲ τοῦ πρὶν πορφυρέου μέθυοσ λαρὸν ὕδωρ προχέω. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 8263)
Synonyms
-
to pour forth or forward
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)