ἀναχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναχέω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὑέται γὰρ ἡ Γαδρωσίων γῆ ὑπ̓ ἀνέμων τῶν ἐτησίων, καθάπερ οὖν καὶ ἡ Ἰνδῶν γῆ, οὐ τὰ πεδία τῶν Γαδρωσίων, ἀλλὰ τὰ ὄρη, ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματοσ καὶ ἀναχέονται, οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν ὀρῶν τὰσ κορυφάσ. (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 25 4:2)
- ὧν ὁ μὲν βόρειοσ Κασπία καλεῖται θάλαττα οἱ δ’ Ὑρκανίαν προσαγορεύουσιν, ὁ δὲ Περσικὸσ καὶ Ἀράβιοσ ἀπὸ τῆσ νοτίασ ἀναχέονται θαλάττησ, ὁ μὲν τῆσ Κασπίασ κατ’ ἀντικρὺ μάλιστα ὁ δὲ τῆσ Ποντικῆσ, τὸν δὲ τέταρτον, ὅσπερ πολὺ τούτουσ ὑπερβέβληται κατὰ τὸ μέγεθοσ, ἡ ἐντὸσ καὶ καθ’ ἡμᾶσ λεγομένη θάλαττα ἀπεργάζεται, τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ τῆσ ἑσπέρασ λαμβάνουσα καὶ τοῦ κατὰ τὰσ Ἡρακλείουσ στήλασ πορθμοῦ, μηκυνομένη δ’ εἰσ τὸ πρὸσ ἑώ μέροσ ἐν ἄλλῳ [καὶ ἄλλῳ] πλάτει, μετὰ δὲ ταῦτα σχιζομένη καὶ τελευτῶσα εἰσ δύο κόλπουσ πελαγίουσ, τὸν μὲν ἐν ἀριστερᾷ, ὅνπερ Εὔξεινον πόντον προσαγορεύομεν, τὸν δ’ ἕτερον τὸν συγκείμενον ἔκ τε τοῦ Αἰγυπτίου πελάγουσ καὶ τοῦ Παμφυλίου καὶ τοῦ Ἰσσικοῦ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 5 36:2)
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)