προσχέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
προσχέω
προσχεῶ
Structure:
προς
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Νικάνωρ δὲ τὸ Ἑλληνικὸν ναυτικὸν ἄγων ὑποφθάνει τοὺσ Πέρσασ τρισὶν ἡμέραισ πρότεροσ καταπλεύσασ ἢ τοὺσ Πέρσασ Μιλήτῳ προσχεῖν, καὶ ὁρμίζεται ναυσὶν ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν ἐν τῇ νήσῳ τῇ Λάδῃ· (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 18 4:3)
- Φοινίκων ξυμπάσασ Ἀλέξανδρον ἔχοντἀ καὶ ἅμα ξυντεταγμένωσ τοῦ ἐπίπλου γιγνομένου ὁ̓λίγον γὰρ πρὶν προσχεῖν τῇ πόλει ἀνεκώχευσαν ἔτι πελάγιαι αἱ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ νῆεσ, εἴ πωσ ἄρα ἐσ ναυμαχίαν τοὺσ Τυρίουσ προκαλέσαιντο, ἔπειτα οὕτωσ ξυνταξάμενοι, ὡσ οὐκ ἀντανήγοντο, πολλῷ τῷ ῥοθίῳ ἐπέπλεον̓ ‐ ταῦτα ὁρῶντεσ οἱ Τύριοι ναυμαχεῖν μὲν ἀπέγνωσαν, τριήρεσι δὲ ὅσασ τῶν λιμένων τὰ στόματα ἐδέχοντο βύζην τὸν ἔσπλουν φραξάμενοι ἐφύλασσον, ὡσ μὴ ἐσ τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον. (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 20 8:1)
- ἀναχθέντασ δ’ αὐτοὺσ ἐκ τῆσ Θρᾴκησ καὶ κομισθέντασ εἰσ τὸν Πόντον προσχεῖν τῇ Ταυρικῇ, τὴν ἀγριότητα τῶν ἐγχωρίων ἀγνοοῦντασ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 44 7:1)
- ὡσ δ’ ἔδει πρὸσ τὴν Κεφαλληνίαν προσχεῖν, αὖθισ αὖ κῦμα ὑψηλὸν, καὶ τὸ πνεῦμα οὐκ ἔφερεν, ἀλλ’ ἐπλανώμεθα ἄνω καὶ κάτω, κάματοσ παντοδαπὸσ τοῦ σώματοσ καὶ λύσισ. (Aristides, Aelius, Orationes, 16:3)
- ὁ τοίνυν Κάνωβοσ ὄνομά ἐστι Μενελάου κυβερνήτου, ὡσ Ἑκαταῖόσ τε δή φησιν ὁ λογοποιὸσ καὶ τὸ κοινὸν τῆσ φήμησ, οὗ τελευτήσαντοσ περὶ τὸν τόπον τοῦτον λείπεται τοὔνομα, ταυτὶ φημὶ, ὡσ Ἕλληνεσ λέγουσιν, ἐπεὶ ἔγωγε ἤκουσα ἐν αὐτῷ Κανώβῳ τῶν ἱερέων οὐ τοῦ φαυλοτάτου ὅτι μυρίοισ ἔτεσι πρότερον ἢ Μενέλαον ἐκεῖσε προσχεῖν τὸ χωρίον οὕτωσ ὠνομάζετο. (Aristides, Aelius, Orationes, 29:13)
Synonyms
-
to pour to or on
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)