- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιβάλλω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: epiballō 고전 발음: [에삐발로:] 신약 발음: [애삐발로]

기본형: ἐπιβάλλω ἐπιβαλῶ ἐπέβαλον

형태분석: ἐπι (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 붙이다, 덧붙이다
  2. 언급하다, 더하다, 덧붙이다, 증가하다
  3. 적용하다
  4. 뒤따르다, 따르다, 따라가다
  5. 들어가다, ~에 속하다, ~에 기인하다, ~성격이 있다, 관계되어 있다, 지배를 받다
  6. 획득하다, 포획하다, 포위하다, 손에 넣다
  7. 지우다, 부과하다
  1. to throw or cast upon
  2. to lay on, to lay on
  3. to affix
  4. to add, to throw on more and more, to mention
  5. to throw oneself upon, go straight towards
  6. to fall upon or against
  7. to apply oneself to, devote oneself to, to give one's attention to, think on
  8. to follow, come next
  9. to belong to, fall to, it falls to one's very lot, it concerns one, the portion that falls to one
  10. to throw oneself upon, desire eagerly
  11. to put upon oneself, to take possession of, take upon oneself
  12. to be put upon, with their arrows on the

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβάλλω

ἐπιβάλλεις

ἐπιβάλλει

쌍수 ἐπιβάλλετον

ἐπιβάλλετον

복수 ἐπιβάλλομεν

ἐπιβάλλετε

ἐπιβάλλουσι(ν)

접속법단수 ἐπιβάλλω

ἐπιβάλλῃς

ἐπιβάλλῃ

쌍수 ἐπιβάλλητον

ἐπιβάλλητον

복수 ἐπιβάλλωμεν

ἐπιβάλλητε

ἐπιβάλλωσι(ν)

기원법단수 ἐπιβάλλοιμι

ἐπιβάλλοις

ἐπιβάλλοι

쌍수 ἐπιβάλλοιτον

ἐπιβαλλοίτην

복수 ἐπιβάλλοιμεν

ἐπιβάλλοιτε

ἐπιβάλλοιεν

명령법단수 ἐπιβάλλε

ἐπιβαλλέτω

쌍수 ἐπιβάλλετον

ἐπιβαλλέτων

복수 ἐπιβάλλετε

ἐπιβαλλόντων, ἐπιβαλλέτωσαν

부정사 ἐπιβάλλειν

분사 남성여성중성
ἐπιβαλλων

ἐπιβαλλοντος

ἐπιβαλλουσα

ἐπιβαλλουσης

ἐπιβαλλον

ἐπιβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβάλλομαι

ἐπιβάλλει, ἐπιβάλλῃ

ἐπιβάλλεται

쌍수 ἐπιβάλλεσθον

ἐπιβάλλεσθον

복수 ἐπιβαλλόμεθα

ἐπιβάλλεσθε

ἐπιβάλλονται

접속법단수 ἐπιβάλλωμαι

ἐπιβάλλῃ

ἐπιβάλληται

쌍수 ἐπιβάλλησθον

ἐπιβάλλησθον

복수 ἐπιβαλλώμεθα

ἐπιβάλλησθε

ἐπιβάλλωνται

기원법단수 ἐπιβαλλοίμην

ἐπιβάλλοιο

ἐπιβάλλοιτο

쌍수 ἐπιβάλλοισθον

ἐπιβαλλοίσθην

복수 ἐπιβαλλοίμεθα

ἐπιβάλλοισθε

ἐπιβάλλοιντο

명령법단수 ἐπιβάλλου

ἐπιβαλλέσθω

쌍수 ἐπιβάλλεσθον

ἐπιβαλλέσθων

복수 ἐπιβάλλεσθε

ἐπιβαλλέσθων, ἐπιβαλλέσθωσαν

부정사 ἐπιβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπιβαλλομενος

ἐπιβαλλομενου

ἐπιβαλλομενη

ἐπιβαλλομενης

ἐπιβαλλομενον

ἐπιβαλλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "διὸ τὸν λόγον τοῦτον ἀπολελοιπὼς ἐπιβάλλω τὸν Ἀναξαγόραν, ὑπὸ τοῦ ἡλίου λέγοντα κινεῖσθαι τὸν ἀέρα κίνησιν τρομώδη καὶ παλμοὺς ἔχουσαν, ὡς δῆλόν ἐστι τοῖς διὰ τοῦ φωτὸς ἀεὶ διᾴττουσι ψήγμασι μικροῖς καὶ θραύμασιν, ἃ δή τινες τίλας καλοῦσιν ταῦτ οὖν φησιν ὁ ἀνὴρ πρὸς τὴν θερμότητα σίζοντα καὶ ψοφοῦντα δι ἡμέρας δυσηκόους τῷ ψόφῳ τὰς φωνὰς ποιεῖν, νυκτὸς δὲ φαίνεσθαι τὸν σάλον αὐτῶν καὶ τὸν ἦχον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 13:11)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 8, 13:11)

유의어

  1. to throw or cast upon

  2. to lay on

  3. to throw oneself upon

  4. to fall upon or against

  5. 뒤따르다

  6. to throw oneself upon

  7. 획득하다

  8. 지우다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION