헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προυπάρχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προυπάρχω προυπάρξω

형태분석: προ (접두사) + ὑπ (접두사) + ά̓ρχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be beforehand in, to make a beginning of, to begin with, benefits formerly received
  2. to exist or be there before, what happened before, past events

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπάρχω

προυπάρχεις

προυπάρχει

쌍수 προυπάρχετον

προυπάρχετον

복수 προυπάρχομεν

προυπάρχετε

προυπάρχουσιν*

접속법단수 προυπάρχω

προυπάρχῃς

προυπάρχῃ

쌍수 προυπάρχητον

προυπάρχητον

복수 προυπάρχωμεν

προυπάρχητε

προυπάρχωσιν*

기원법단수 προυπάρχοιμι

προυπάρχοις

προυπάρχοι

쌍수 προυπάρχοιτον

προυπαρχοίτην

복수 προυπάρχοιμεν

προυπάρχοιτε

προυπάρχοιεν

명령법단수 προυπάρχε

προυπαρχέτω

쌍수 προυπάρχετον

προυπαρχέτων

복수 προυπάρχετε

προυπαρχόντων, προυπαρχέτωσαν

부정사 προυπάρχειν

분사 남성여성중성
προυπαρχων

προυπαρχοντος

προυπαρχουσα

προυπαρχουσης

προυπαρχον

προυπαρχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπάρχομαι

προυπάρχει, προυπάρχῃ

προυπάρχεται

쌍수 προυπάρχεσθον

προυπάρχεσθον

복수 προυπαρχόμεθα

προυπάρχεσθε

προυπάρχονται

접속법단수 προυπάρχωμαι

προυπάρχῃ

προυπάρχηται

쌍수 προυπάρχησθον

προυπάρχησθον

복수 προυπαρχώμεθα

προυπάρχησθε

προυπάρχωνται

기원법단수 προυπαρχοίμην

προυπάρχοιο

προυπάρχοιτο

쌍수 προυπάρχοισθον

προυπαρχοίσθην

복수 προυπαρχοίμεθα

προυπάρχοισθε

προυπάρχοιντο

명령법단수 προυπάρχου

προυπαρχέσθω

쌍수 προυπάρχεσθον

προυπαρχέσθων

복수 προυπάρχεσθε

προυπαρχέσθων, προυπαρχέσθωσαν

부정사 προυπάρχεσθαι

분사 남성여성중성
προυπαρχομενος

προυπαρχομενου

προυπαρχομενη

προυπαρχομενης

προυπαρχομενον

προυπαρχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπάρξω

προυπάρξεις

προυπάρξει

쌍수 προυπάρξετον

προυπάρξετον

복수 προυπάρξομεν

προυπάρξετε

προυπάρξουσιν*

기원법단수 προυπάρξοιμι

προυπάρξοις

προυπάρξοι

쌍수 προυπάρξοιτον

προυπαρξοίτην

복수 προυπάρξοιμεν

προυπάρξοιτε

προυπάρξοιεν

부정사 προυπάρξειν

분사 남성여성중성
προυπαρξων

προυπαρξοντος

προυπαρξουσα

προυπαρξουσης

προυπαρξον

προυπαρξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπάρξομαι

προυπάρξει, προυπάρξῃ

προυπάρξεται

쌍수 προυπάρξεσθον

προυπάρξεσθον

복수 προυπαρξόμεθα

προυπάρξεσθε

προυπάρξονται

기원법단수 προυπαρξοίμην

προυπάρξοιο

προυπάρξοιτο

쌍수 προυπάρξοισθον

προυπαρξοίσθην

복수 προυπαρξοίμεθα

προυπάρξοισθε

προυπάρξοιντο

부정사 προυπάρξεσθαι

분사 남성여성중성
προυπαρξομενος

προυπαρξομενου

προυπαρξομενη

προυπαρξομενης

προυπαρξομενον

προυπαρξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION