προυπάρχω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προυπάρχω
προυπάρξω
형태분석:
προ
(접두사)
+
ὑπ
(접두사)
+
ά̓ρχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to be beforehand in, to make a beginning of, to begin with, benefits formerly received
- to exist or be there before, what happened before, past events
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ γὰρ ἀρχαιότητι προϋπάρχον ἐπέδειξα τὸ γένοσ, τῶν κατηγόρων ὅτι νεώτατόν ἐστιν εἰρηκότων, [καὶ γὰρ] καὶ πολλοὺσ ἐν τοῖσ συγγράμμασιν ἐμνημονευκότασ ἡμῶν ἀρχαίουσ παρέσχομεν μάρτυρασ, ἐκείνων ὅτι μηδείσ ἐστιν διαβεβαιουμένων. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 263:2)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 263:2)
- δεινὴ γὰρ ἡ ἀνάγκη, καὶ ὁ περὶ τῶν ἐσχάτων κίνδυνοσ ἱκανὸσ θάρσοσ ἐνθεῖναί τινι καὶ μὴ προϋπάρχον φύσει. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 26 9:4)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 26 9:4)
- πᾶν γὰρ κακίασ ἔργον ἐξεμιμήσαντο, μηδ’ εἴ τι πρότερον προϋπάρχον ἡ μνήμη παραδέδωκεν αὐτοὶ παραλιπόντεσ ἀζήλωτον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 307:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 307:1)
- κατοπτεύσαντεσ οὖν τὸν φωλεὸν αὐτοῦ καὶ τὴν ὡρ́αν τῆσ τε ἐπὶ τὴν νομὴν ἐξόδου καὶ πάλιν τῆσ ἐπανόδου, ὡσ τάχισθ’ ὡρ́μησεν ἐπὶ τὴν ἄγραν τὴν συνήθη τῶν ἑτερογενῶν ζῴων, τὸ μὲν προϋπάρχον τοῦ φωλεοῦ στόμα λίθοισ εὐμεγέθεσι καὶ γῇ συνῳκοδόμησαν, τὸν δὲ πλησίον τῆσ λόχμησ τόπον ὑπόνομον ποιήσαντεσ καὶ τὸ πλόκανον εἰσ αὐτὸν ἐνθέντεσ ἐναντίον ἐποίησαν τὸ στόμιον, ὥστε ἐξ ἑτοίμου τῷ θηρίῳ τὴν εἴσοδον ὑπάρχειν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 37 2:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 37 2:1)
- τοσοῦτον εὐνοίασ οὐδὲ πρὸσ ἑτέρουσ ἄνωθεν προϋπάρχον ἐστί μοι. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:2)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:2)
파생어
- ἀπάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἄρχω (첫째가다, 먼저하다, 시작하다)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἐξάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- ἐπάρχω (시작하다, 착수하다, 제공하다)
- κατάρχω (시작하다, 이끌다, 안내하다)
- προενάρχομαι (to begin before)
- προκατάρχομαι (시작하다, 착수하다, 개시하다)
- προσυπάρχω (to exist besides, besides I could)
- συνάρχω (to rule jointly with, to be a colleague in office, a colleague)
- ὑπάρχω (시작하다, 착수하다, 개시하다)