ἵκω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἵκω
Structure:
ί̔κ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: v. sub i(kne/omai
Sense
- to come to
- come upon, upon
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἱκέτην θλιβόμενον μὴ ἀπαναίνου καὶ μὴ ἀποστρέψῃσ τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ πτωχοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 4:4)
- εἰ δέ τισ ἐλεύθεροσ ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ πόλει, μὴ ἀπαγορευόντων τῶν νόμων, τὴν παρὰ ταύτησ ἀηδίαν μυσαχθεὶσ καὶ ἥν φησι κεφάλαιον τῶν πόνων τὴν εὐδαιμονίαν παραγίγνεσθαι λῆρον οἰηθείσ, τοὺσ μὲν ἀγκύλουσ ἐκείνουσ λόγουσ καὶ λαβυρίνθοισ ὁμοίουσ ἀπέφυγε, πρὸσ δὲ τὴν Ἡδονὴν ἄσμενοσ ἐδραπέτευσεν ὥσπερ δεσμά τινα διακόψασ τὰσ τῶν λόγων πλεκτάνασ, ἀνθρώπινα καὶ οὐ βλακώδη φρονήσασ καὶ τὸν μὲν πόνον, ὅπερ ἐστί, πονηρόν, ἡδεῖαν δὲ τὴν ἡδονὴν οἰηθείσ, ἀποκλείειν ἐχρῆν αὐτόν, ὥσπερ ἐκ ναυαγίου λιμένι προσνέοντα καὶ γαλήνησ ἐπιθυμοῦντα συνωθοῦντασ ἐπὶ κεφαλὴν εἰσ τὸν πόνον, καὶ ἔκδοτον τὸν ἄθλιον παρέχειν ταῖσ ἀπορίαισ, καὶ ταῦτα ὥσπερ ἱκέτην ἐπὶ τὸν τοῦ Ἐλέου βωμὸν ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν καταφεύγοντα, ἵνα τὴν πολυθρύλητον ἀρετὴν δηλαδὴ ἐπὶ τὸ ὄρθιον ἱδρῶτι πολλῷ ἀνελθὼν ἴδῃ κᾆτα δι’ ὅλου πονήσασ τοῦ βίου εὐδαιμονήσῃ μετὰ τὸν βίον; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:4)
- ἶσον δ’ ὅσ θ’ ἱκέτην ὅσ τε ξεῖνον κακὸν ἔρξῃ, ὅσ τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνῃ κρυπταδίησ εὐνῆσ ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων, ὅσ τέ τευ ἀφραδίῃσ ἀλιταίνεται ὀρφανὰ τέκνα, ὅσ τε γονῆα γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραοσ οὐδῷ νεικείῃ χαλεποῖσι καθαπτόμενοσ ἐπέεσσιν· (Hesiod, Works and Days, Book WD 38:4)
- τὸν ἱκέτην γὰρ οὐ θέμισ κτανεῖν. (Lucian, Piscator, (no name) 3:15)
- πατὴρ δὲ πρέσβυσ Τυνδάρεώσ σ’ ἐρρύσατο ἱκέτην γενόμενον, τἀμὰ δ’ ἔσχεσ αὖ λέχη. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode 1:6)
Synonyms
-
to come to
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- παραβάλλω (to come n)
- ἐξικνέομαι (to come to)
- σύνειμι (to come in)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- βλώσκω (come, go)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἀφικνέομαι (to come)
- βάσκω ( come, go)
- συμπορεύομαι (to come together)
- συνεκπεράω (to come out together)
- προσέρπω (to come to or upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιβαίνω (to come round)
- κατίσχω (to come down)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- τελευτάω (to come to an end)
- περαίνω (to come to an end, end)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
-
come upon
- προσέρπω (to come to or upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- περιπίπτω (to come over or upon)
- περιίστημι (to come round, to come upon)
- ἐπιπέλομαι (to come to or upon, coming on, approaching)
- εἴσειμι (to come upon, to enter)
- ἐφικνέομαι (to come upon, to visit, with)
- ἀπαντάω (to come upon, happen to)
- ἐπέρχομαι (to come suddenly upon)
- προσπίτνω (to come in, come upon the scene)
- ἐπικυκλέω (to come round in turn upon)
- σύνειμι (to come in)
- ἕρπω ( I go or come)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- παραβάλλω (to come n)
- βλώσκω (come, go)
- ἀγρέω (come, come on)
- βάσκω ( come, go)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἀμείβω (comes on)
- ὑφέρπω (to steal upon, come over)
- ὑπέρχομαι (to come upon, steal over)
- ἐπιβαίνω (to go upon)
- ἔπειμι (to be upon)
- ἀνομολογέομαι (to agree upon, come to an understanding)
- ὑποδέχομαι (to come next to, border upon)
- εἰσέρχομαι ( to come upon the stage, to enter)