ἕρπω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: herpō
Principal Part:
ἕρπω
ἕρψω
ἧρψα
Structure:
ἕρπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: attic aor1 εἵρπυσα, inf. ἑρπύσαι supplied by ἑρπύζω
Sense
- to move slowly, walk; crawl, slink
- (Doric) I go or come
- (of things, events, etc.) to come, happen
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ εἶπεν ὁ Θεός. ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 1:26)
- καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων. αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 1:28)
- ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ. (Septuagint, Liber Genesis 6:20)
- καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς (Septuagint, Liber Genesis 7:8)
- ΚΑΙ ἀνεμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε τὸ ὕδωρ, (Septuagint, Liber Genesis 8:1)
- ἑρ´πω πᾶς κατ ἴχνος αὐτῶν. (Euripides, Rhesus, episode, trochees22)
- ἑρ´πω δ ὀλισθράζων τε καὶ κατὰ σκότος ἔρημος: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 28 2:3)
- ἆρα δυστυχεστάτην κέλευθον ἑρ´πω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν· (Sophocles, Antigone, episode 1:13)
- ἀλλ εὖ γέ τοι τόδ ἴστε, κἂν τὸ μηδὲν ὦ κἂν μηδὲν ἑρ´πω, τήν γε δράσασαν τάδε χειρώσομαι κἀκ τῶνδε: (Sophocles, Trachiniae, episode 1:10)
- ἐγὼ μὲν ἑρ´πω πρὸς πολυστεφῆ μυχόν: (Aeschylus, Eumenides, episode 4:1)
Synonyms
-
I go or come
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- ἔρχομαι (I come, go)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἐκπίπτω (to come out)
- παραβάλλω (to come n)
- ἵκω (to come to)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἱκνέομαι (to come)
- βλώσκω (come, go)
- βάσκω ( come, go)
- σύνειμι (to come in)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (come, come on)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- προσβαίνω (to come upon)
- προσέρπω (to come to or upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιβαίνω (to come round)
- περιέρχομαι (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- κατίσχω (to come down)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
-
to come
Derived
- ἀνέρπω (to creep up or upwards)
- ἀφέρπω (to creep off, steal away, retire)
- διέρπω (to creep or pass through)
- εἰσέρπω (to go into)
- ἐξέρπω (to creep out of, to creep out or forth)
- ἐφέρπω (to creep upon, to come on or over, come gradually or stealthily upon)
- καθέρπω (to creep down)
- παρέρπω (to creep secretly up to, to pass by)
- προσανέρπω (to creep up to)
- προσέρπω (to creep to, to creep or steal on, that's coming)
- ὑφέρπω (to creep on secretly, was spreading, to steal upon)