προσαμύνω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: prosamynō
Principal Part:
προσαμύνω
προσαμυνῶ
Structure:
προς
(Prefix)
+
ἀμύν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ταύτην δὲ τὴν δόξαν αὐτῶν ὁ Κάμιλλος αὔξειν βουλόμενος οὐ προσήμυνε τῶν ὑπὸ πόδας πορθουμένων, ἀλλὰ τὸν χάρακα φραξάμενος ἠρέμει, μέχρι οὗ τοὺς μὲν ἐν προνομαῖς ἐσκεδασμένους κατεῖδε, τοὺς δ ἐν τῷ στρατοπέδῳ πᾶσαν ὡρ´αν ἐμπιπλαμένους ἀφειδῶς καὶ μεθύοντας. (Plutarch, Camillus, chapter 41 2:1)
- λέγεται δὲ καὶ τοῖς ἱππεῦσι τῶν Ῥωμαίων σύμπτωμα παράλογον γενέσθαι, τὸν γὰρ Παῦλον, ὡς ἐοίκε, τρωθεὶς ὁ ἵππος ἀπεσείσατο, καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἄλλος καὶ ἄλλος ἀπολιπὼν τὸν ἵππον πεζὸς τῷ ὑπάτῳ προσήμυνε. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 16 4:1)
- ἐθαυμάσθη δὲ καὶ διεβοήθη μᾶλλον ἐν τοῖς Ἕλλησιν εἰπὼν ὑπὲρ τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Δελφοῖς, ὡς χρὴ βοηθεῖν καὶ μὴ περιορᾶν Κιρραίους ὑβρίζοντας εἰς τὸ μαντεῖον, ἀλλὰ προσαμύνειν ὑπὲρ τοῦ θεοῦ Δελφοῖς. (Plutarch, , chapter 11 1:2)
- ὦ πέπονες κάκ ἐλέγχε Ἀχαιΐδες οὐκέτ Ἀχαιοὶ οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ ἐῶμεν αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν ἠε῀ καὶ οὐκί: (Homer, Iliad, Book 2 22:6)
- τοῦ μέν τε σθένος ὦρσεν, ἔπειτα δέ τ οὐ προσαμύνει, ἀλλὰ κατὰ σταθμοὺς δύεται, τὰ δ ἐρῆμα φοβεῖται: (Homer, Iliad, Book 5 18:3)
Synonyms
-
to come to aid
- ἐπαρήγω (to come to aid, help)
- ἐπιβοηθέω (to come to aid, to succour)
- προσβοηθέω (to come to aid, come up with succour)
- συγκαταβαίνω (to come down to one's aid)
- βοηθέω (to give aid, come to the rescue)
- ἐπαμύνω (to come to aid, defend, assist)
- βοηθέω (to come to aid, to succour, assist)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἵκω (to come to)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- παραβάλλω (to come n)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- σύνειμι (to come in)
Derived
- ἀμύνω (I keep off, ward off, defend)
- ἀνταμύνομαι (to defend oneself against, resist, to requite)
- ἀπαμύνω (to keep off, ward off, for)
- ἐξαμύνομαι (to ward off from oneself, drive away)
- ἐπαμύνω (to come to aid, defend, assist)
- περιαμύνω (to defend or guard all round)
- προαμύνομαι (to defend oneself or take measures for defence beforehand, to take such measures against)