ἔρχομαι
Non-contract Verb;
이상동사
Transliteration:
Principal Part:
ἔρχομαι
ἐλεύσομαι
ἦλθον
ἐλήλυθα
Structure:
ί̓
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐλυπήθησαν ἐπ̓ αὐτῷ οἱ στρατηγοὶ τῶν ἀλλοφύλων καὶ λέγουσιν αὐτῷ. ἀπόστρεψον τὸν ἄνδρα καὶ ἀποστραφήτω εἰσ τὸν τόπον αὐτοῦ, οὗ κατέστησασ αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ μὴ ἐρχέσθω μεθ̓ ἡμῶν εἰσ τὸν πόλεμον καὶ μὴ γινέσθω ἐπίβουλοσ τῆσ παρεμβολῆσ. καὶ ἐν τίνι διαλλαγήσεται οὗτοσ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ̣ οὐχὶ ἐν ταῖσ κεφαλαῖσ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων̣ (Septuagint, Liber I Samuelis 29:4)
- ὡσ δὲ ἤγγισεν Ἰούδασ ἐπὶ τὸν χειμάρρουν τοῦ ὕδατοσ, ἔστησε τοὺσ γραμματεῖσ τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῦ χειμάρρου καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖσ λέγων. μὴ ἀφῆτε πάντα ἄνθρωπον παρεμβαλεῖν, ἀλλ̓ ἐρχέσθωσαν πάντεσ εἰσ τὸν πόλεμον. (Septuagint, Liber Maccabees I 5:42)
- ἐγὼ δὲ ἤγειρα τὸν ἀπὸ βορρᾶ καὶ τὸν ἀφ̓ ἡλίου ἀνατολῶν, κληθήσονται τῷ ὀνόματί μου. ἐρχέσθωσαν ἄρχοντεσ, καὶ ὡσ πηλὸσ κεραμέωσ καὶ ὡσ κεραμεὺσ καταπατῶν τὸν πηλόν, οὕτωσ καταπατηθήσεσθε. (Septuagint, Liber Isaiae 41:25)
- Ἐρχέσθω καὶ ἀπαντάτω Πυρρώνειοσ καὶ Ἀκαδημαικόσ. (Epictetus, Works, book 1, 15:1)
- ἐρχέσθω, ὅταν θέλῃ, εἴτε ὅλου εἴτε μέρουσ τινόσ. (Epictetus, Works, book 3, 21:4)
- κἀγὼ ἔρχομαι εἰσ τὸ πρόσωπον Ὀλοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεωσ ὑμῶν τοῦ ἀναγγεῖλαι ρήματα ἀληθείασ καὶ δείξω πρὸ προσώπου αὐτοῦ ὁδόν, καθ̓ ἣν πορεύσεται καὶ κυριεύσει πάσησ τῆσ ὀρεινῆσ, καὶ οὐ διαφωνήσει τῶν ἀνδρῶν αὐτοῦ σάρξ μία οὐδὲ πνεῦμα ζωῆσ. (Septuagint, Liber Iudith 10:13)
- τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει Κύριοσ. (Septuagint, Prophetia Zachariae 2:14)
- κἀγὼ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὸν λογισμὸν αὐτῶν ἐπίσταμαι. ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰσ γλώσσασ, καὶ ἥξουσι καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου. (Septuagint, Liber Isaiae 66:18)
- περὶ ταύτησ ὦν τῆσ πόλιοσ ἔρχομαι ἐρέων ὁκόσα ἐν αὐτῇ ἐστιν· (Lucian, De Syria dea, (no name) 1:3)
- "ὦ δέσποτα, τόδε μοι μέγα κειμήλιον ἐν τοῖσι οἰκείοισι ἀπεκέατο, τὸ ἐγὼ κάρτα ἐπόθεον νῦν δὲ ἐπεὶ μεγάλην ὁδὸν ἔρχομαι, παρὰ σοὶ τόδε θήσομαι. (Lucian, De Syria dea, (no name) 20:8)
Synonyms
-
I come
- βλώσκω (come, go)
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- παραβάλλω (to come n)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἀμείβω (comes on)
- σύνειμι (to come in)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἀγρέω (come, come on)
- βάσκω ( come, go)
- ἀφικνέομαι (to come)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- ἔπειμι (to come upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- περιβαίνω (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- κατίσχω (to come down)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- πελάζω (come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- πρόσειμι (to come forward)
- προπορεύομαι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
Derived
- ἀμφέρχομαι (to come round one, surround)
- ἀνέρχομαι (to go up, to mount the tribune, to go up)
- ἀπέρχομαι ( to go away from, depart from, (when used with εἰς )
- διέρχομαι (to go through, pass through, to pass through)
- εἰσέρχομαι (to go into, enter, invade)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out , )
- ἐπέρχομαι (to come upon, come near, come suddenly upon)
- κατέρχομαι (to go down from, to go down to the grave, descending)
- μετέρχομαι (to come or go among, having gone between the ranks, to go to another place)
- παρεξέρχομαι (to go out beside, slip past, to pass over)
- περιέρχομαι (to go round, go about, to go about)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (to go forward, go on, advance)
- προσέρχομαι (to come or go to, , to surrender)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (to go together or in company, to come together, assemble)
- ὑπεισέρχομαι (to enter secretly, to come into one's mind)
- ὑπεξέρχομαι (to go out from under: to go out secretly, withdraw, retire)
- ὑπερέρχομαι (to pass over, to surpass, excel)