Ancient Greek-English Dictionary Language

προσστείχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσστείχω προσστείξω προσέστιχον

Structure: προς (Prefix) + στείχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go or come towards

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσστείχω προσστείχεις προσστείχει
Dual προσστείχετον προσστείχετον
Plural προσστείχομεν προσστείχετε προσστείχουσιν*
SubjunctiveSingular προσστείχω προσστείχῃς προσστείχῃ
Dual προσστείχητον προσστείχητον
Plural προσστείχωμεν προσστείχητε προσστείχωσιν*
OptativeSingular προσστείχοιμι προσστείχοις προσστείχοι
Dual προσστείχοιτον προσστειχοίτην
Plural προσστείχοιμεν προσστείχοιτε προσστείχοιεν
ImperativeSingular προσστείχε προσστειχέτω
Dual προσστείχετον προσστειχέτων
Plural προσστείχετε προσστειχόντων, προσστειχέτωσαν
Infinitive προσστείχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσστειχων προσστειχοντος προσστειχουσα προσστειχουσης προσστειχον προσστειχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσστείχομαι προσστείχει, προσστείχῃ προσστείχεται
Dual προσστείχεσθον προσστείχεσθον
Plural προσστειχόμεθα προσστείχεσθε προσστείχονται
SubjunctiveSingular προσστείχωμαι προσστείχῃ προσστείχηται
Dual προσστείχησθον προσστείχησθον
Plural προσστειχώμεθα προσστείχησθε προσστείχωνται
OptativeSingular προσστειχοίμην προσστείχοιο προσστείχοιτο
Dual προσστείχοισθον προσστειχοίσθην
Plural προσστειχοίμεθα προσστείχοισθε προσστείχοιντο
ImperativeSingular προσστείχου προσστειχέσθω
Dual προσστείχεσθον προσστειχέσθων
Plural προσστείχεσθε προσστειχέσθων, προσστειχέσθωσαν
Infinitive προσστείχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσστειχομενος προσστειχομενου προσστειχομενη προσστειχομενης προσστειχομενον προσστειχομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσστείξω προσστείξεις προσστείξει
Dual προσστείξετον προσστείξετον
Plural προσστείξομεν προσστείξετε προσστείξουσιν*
OptativeSingular προσστείξοιμι προσστείξοις προσστείξοι
Dual προσστείξοιτον προσστειξοίτην
Plural προσστείξοιμεν προσστείξοιτε προσστείξοιεν
Infinitive προσστείξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσστειξων προσστειξοντος προσστειξουσα προσστειξουσης προσστειξον προσστειξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσστείξομαι προσστείξει, προσστείξῃ προσστείξεται
Dual προσστείξεσθον προσστείξεσθον
Plural προσστειξόμεθα προσστείξεσθε προσστείξονται
OptativeSingular προσστειξοίμην προσστείξοιο προσστείξοιτο
Dual προσστείξοισθον προσστειξοίσθην
Plural προσστειξοίμεθα προσστείξοισθε προσστείξοιντο
Infinitive προσστείξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσστειξομενος προσστειξομενου προσστειξομενη προσστειξομενης προσστειξομενον προσστειξομενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go or come towards

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION