ἀρήγω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: arēgō
Principal Part:
ἀρήγω
Structure:
ἀρήγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: akin to ἀρκέω
Sense
- to help, aid, succour
- juvat, it is good, fit
- to ward off, prevent, to ward off from
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Μεγάλως δὲ καὶ διηνεκῶς ὁ βασιλεὺς χαρᾷ πεπληρωμένος, συμπόσια ἐπὶ πάντων τῶν εἰδώλων συνιστάμενος, πεπλανημένῃ πόρρω τῆς ἀληθείας φρενὶ καὶ βεβήλῳ στόματι, τὰ μέν κωφὰ καὶ μὴ δυνάμενα αὐτοῖς λαλεῖν ἢ ἀρήγειν ἐπαινῶν, εἰς δὲ τὸν μέγιστον Θεὸν τὰ μὴ καθήκοντα λαλῶν. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:16)
- συντείνοντος δὲ τοῦ κακοῦ μᾶλλον Ἡρακλείδης τὸν ἀδελφὸν ἐξέπεμψεν, εἶτα Θεοδότην τὸν θεῖον, ἱκετεύων ἀρήγειν, ὡς μηδενὸς ἀντέχοντος τοῖς πολεμίοις, αὐτοῦ δὲ τετρωμένου, τῆς δὲ πόλεως μικρὸν ἀπεχούσης ἀνατετράφθαι καὶ καταπεπρῆσθαι. (Plutarch, Dion, chapter 45 2:1)
- ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ ἔτι ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν, ὡρ´αν τ ἔχονθ ἕκαστον ὥστε συμπρεπές, πόλει τ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων βωμοῖσι, τιμὰς μὴ ξαλειφθῆναί ποτε: (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 2:1)
- ἄγος μὲν εἰή τοῖς ἐμοῖς παλιγκότοις, ὑμῖν δ ἀρήγειν οὐκ ἔχω βλάβης ἄτερ. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 2 1:1)
- νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων: (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 2 19:1)
Synonyms
-
to help
- ἐπωφελέω (to aid or succour, in, to aid or succour)
- συναγωνίζομαι (to help, succour)
- ἐπιβοηθέω (to come to aid, to succour)
- προσβοηθέω (to come to aid, come up with succour)
- ὠφελέω (to help, aid, assist)
- ἐπαρήγω (to come to aid, help)
- χραισμέω (to defend, help, aid)
- ἐπαλέξω (to defend, aid, help)
- βοηθέω (to come to aid, to succour, assist)
- τιμωρέω (I succour, help one retaliate)
- ἐπαρκέω (to help, assist, will aid?)
-
to ward off