λόχευμα
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λόχευμα
λόχευματος
Structure:
λοχευματ
(Stem)
Sense
- that which is born, a child
- childbirth, the bursting
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ποῦ δὲ πόνοσ ἐμῶν τέκνων, ποῦ λοχευμάτων χάρισ; (Euripides, Suppliants, choral, antistrophe 14)
- ἤκουσασ, οἶμαι, τῶν ἐμῶν λοχευμάτων· (Euripides, episode, anapests 8:23)
- μισεῖ σ’ ἁ Δᾶλοσ καὶ δάφνασ ἔρνεα φοίνικα παρ’ ἁβροκόμαν, ἔνθα λοχεύματα σέμν’ ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῖσ. (Euripides, Ion, episode, lyric 2:4)
- Εὔρυτοσ δ’ ἄνασσε τῶνδε, λευκήρετμον δ’ Ἄρη Τάφιον ἦγεν, ὧν Μέγησ ἄνασσε, Φυλέωσ λόχευμα, τὰσ Ἐχίνασ λιπὼν νήσουσ ναυβάταισ ἀπροσφόρουσ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 43)
- οὐ γὰρ ὃ μὴ καλὸν οὔποτ’ ἔφυ καλόν, οὐδ’ οἱ μὴ νόμιμοι παῖδεσ ματρὶ λόχευμα, μίασμα πατρόσ· (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 14)
- ἔβασ ἔβασ, ὦ πτεροῦσσα, γᾶσ λόχευμα νερτέρου τ’ Ἐχίδνασ, Καδμείων ἁρπαγά, πολύφθοροσ πολύστονοσ μειξοπάρθενοσ, δάιον τέρασ, φοιτάσι πτεροῖσ χαλαῖσί τ’ ὠμοσίτοισ· (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 11)
- ὅθεν δόμοισι τοῖσ ἐμοῖσ ἦλθ’ ἀρὰ πολύστονοσ, λόχευμα ποιμνίοισι Μαιάδοσ τόκου, τὸ χρυσόμαλλον ἀρνὸσ ὁπότ’ ἐγένετο τέρασ ὀλοὸν ὀλοὸν Ἀτρέοσ ἱπποβώτα· (Euripides, choral, epode2)
Synonyms
-
that which is born
- βοτρυόπαις (grape-born, child of the grape)
- γέννημα (that which is produced or born, a child, product or work)
- βάσταγμα (that which is borne, a burden)
-
childbirth