ἕρπω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: herpō
Principal Part:
ἕρπω
ἕρψω
ἧρψα
Structure:
ἕρπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: attic aor1 εἵρπυσα, inf. ἑρπύσαι supplied by ἑρπύζω
Sense
- to move slowly, walk; crawl, slink
- (Doric) I go or come
- (of things, events, etc.) to come, happen
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἢν οὖν τι τουτέων ξυμβῇ, οὔρων ἐπισχέσιες, ὄγκος ἐν τῷ ὑπογαστρίῳ, ὀδύνη ὀξείη, πάντη τῆς κοιλίης · περίτασις τῆς κύστιος, ὁ ὠχρὸς ἱδρὼς τῇ δεκάτῃ, ἔμετοι φλεγματώδεες, ἔπειτα χολώδεες, ψύξις ὅλου, ποδῶν δὲ μᾶλλον· ἢν δὲ ἐπὶ μέζον τὸ κακὸν ἑρ´πῃ, πυρετοὶ λυγγώδεες, σφυγμοὶ, ἀταξίῃ πυκνοὶ, καὶ μικροὶ, ἐρύθημα τοῦ προσώπου, διψώδεες, ἀπορίη, γνώμην παράφοροι, σπασμοί . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 206)
- Αἰτίη δὲ τουτέων ξὺν ξηρότητι ψύξις· ἢν δὲ δηθύνῃ καὶ ἐς μέζον ἑρ´πῃ ἐπὶ τοῖσι πόνοισι, τὸ πάθος σκότωμα γίγνεται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 17)
- Ἢν δὲ ἐπὶ μέζον τὸ κακὸν ἑρ´πῃ, μῆλα ἐρυθρά· ὀφθαλμοὶ προπετέες, ὡς ἐπ ἀγχόνῃ, Ῥωγμὸς ἐν ἐγρηγόρσι· πολλὸν δὲ μέζον τὸ κακὸν ἐν ὕπνῳ· ὑγρὴ καὶ ἀήχος ἡ φωνή· πολλοῦ καὶ ψυχροῦ ἠέρος ἐπιθυμίη · ἐς τὸ ὕπαιθρον ἰένται, πᾶς γὰρ αὐτέοισι οἶκος ἐς ἀναπνοὴν οὐ διαρκής · ἀναπνέουσι ὄρθιοι, ὅκως ἅπαντα σπάσαι τὸν ἑλκόμενον ἠέρα ποθέοντες, ὑπ ἀπορίης δὲ τοῦ ἠέρος καὶ διοίγουσι τὸ στόμα, ὡς τῷδε μέζονι χρεόμενοι· ὠχροὶ τὰ πρόσωπα, πλὴν τῶν μήλων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 215)
- ἐπην δὲ ἑρ´πῃ καὶ ἐσθίῃ τὰ ἕλκεα, καὶ ἴσχηται μηδαμᾶ ἐπὶ μηδενὶ, ἄνωθεν μὲν πρὸς τοῖσι χολώδεσι τοῖσι κατακορέσι , κροκώδεα, καὶ ἔπαφρα, τρυγίζοντα , καὶ μέλανα, ἰσατώδεα, πρασοειδέα , παχύτερατῶν πρόσθεν, κακώδεα, ὅκως ἡ σηπεδὼν, διαχωρέει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 211)
Synonyms
-
I go or come
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- ἔρχομαι (I come, go)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἐκπίπτω (to come out)
- παραβάλλω (to come n)
- ἵκω (to come to)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἱκνέομαι (to come)
- βλώσκω (come, go)
- βάσκω ( come, go)
- σύνειμι (to come in)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (come, come on)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (to come together)
- προσβαίνω (to come upon)
- προσέρπω (to come to or upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιβαίνω (to come round)
- περιέρχομαι (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- κατίσχω (to come down)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
-
to come
Derived
- ἀνέρπω (to creep up or upwards)
- ἀφέρπω (to creep off, steal away, retire)
- διέρπω (to creep or pass through)
- εἰσέρπω (to go into)
- ἐξέρπω (to creep out of, to creep out or forth)
- ἐφέρπω (to creep upon, to come on or over, come gradually or stealthily upon)
- καθέρπω (to creep down)
- παρέρπω (to creep secretly up to, to pass by)
- προσανέρπω (to creep up to)
- προσέρπω (to creep to, to creep or steal on, that's coming)
- ὑφέρπω (to creep on secretly, was spreading, to steal upon)