헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναβαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναβαίνω ἀναβήσομαι ἀνέβην ἀναβέβηκα ἀναβέβαμαι

형태분석: ἀνα (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 오르다, 올라가다, 세워지다
  1. I go up, mount
  2. (of events) I turn out
  3. I go back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβαίνω

(나는) 오른다

ἀναβαίνεις

(너는) 오른다

ἀναβαίνει

(그는) 오른다

쌍수 ἀναβαίνετον

(너희 둘은) 오른다

ἀναβαίνετον

(그 둘은) 오른다

복수 ἀναβαίνομεν

(우리는) 오른다

ἀναβαίνετε

(너희는) 오른다

ἀναβαίνουσιν*

(그들은) 오른다

접속법단수 ἀναβαίνω

(나는) 오르자

ἀναβαίνῃς

(너는) 오르자

ἀναβαίνῃ

(그는) 오르자

쌍수 ἀναβαίνητον

(너희 둘은) 오르자

ἀναβαίνητον

(그 둘은) 오르자

복수 ἀναβαίνωμεν

(우리는) 오르자

ἀναβαίνητε

(너희는) 오르자

ἀναβαίνωσιν*

(그들은) 오르자

기원법단수 ἀναβαίνοιμι

(나는) 오르기를 (바라다)

ἀναβαίνοις

(너는) 오르기를 (바라다)

ἀναβαίνοι

(그는) 오르기를 (바라다)

쌍수 ἀναβαίνοιτον

(너희 둘은) 오르기를 (바라다)

ἀναβαινοίτην

(그 둘은) 오르기를 (바라다)

복수 ἀναβαίνοιμεν

(우리는) 오르기를 (바라다)

ἀναβαίνοιτε

(너희는) 오르기를 (바라다)

ἀναβαίνοιεν

(그들은) 오르기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβαίνε

(너는) 올라라

ἀναβαινέτω

(그는) 올라라

쌍수 ἀναβαίνετον

(너희 둘은) 올라라

ἀναβαινέτων

(그 둘은) 올라라

복수 ἀναβαίνετε

(너희는) 올라라

ἀναβαινόντων, ἀναβαινέτωσαν

(그들은) 올라라

부정사 ἀναβαίνειν

오르는 것

분사 남성여성중성
ἀναβαινων

ἀναβαινοντος

ἀναβαινουσα

ἀναβαινουσης

ἀναβαινον

ἀναβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβαίνομαι

(나는) 올러진다

ἀναβαίνει, ἀναβαίνῃ

(너는) 올러진다

ἀναβαίνεται

(그는) 올러진다

쌍수 ἀναβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러진다

ἀναβαίνεσθον

(그 둘은) 올러진다

복수 ἀναβαινόμεθα

(우리는) 올러진다

ἀναβαίνεσθε

(너희는) 올러진다

ἀναβαίνονται

(그들은) 올러진다

접속법단수 ἀναβαίνωμαι

(나는) 올러지자

ἀναβαίνῃ

(너는) 올러지자

ἀναβαίνηται

(그는) 올러지자

쌍수 ἀναβαίνησθον

(너희 둘은) 올러지자

ἀναβαίνησθον

(그 둘은) 올러지자

복수 ἀναβαινώμεθα

(우리는) 올러지자

ἀναβαίνησθε

(너희는) 올러지자

ἀναβαίνωνται

(그들은) 올러지자

기원법단수 ἀναβαινοίμην

(나는) 올러지기를 (바라다)

ἀναβαίνοιο

(너는) 올러지기를 (바라다)

ἀναβαίνοιτο

(그는) 올러지기를 (바라다)

쌍수 ἀναβαίνοισθον

(너희 둘은) 올러지기를 (바라다)

ἀναβαινοίσθην

(그 둘은) 올러지기를 (바라다)

복수 ἀναβαινοίμεθα

(우리는) 올러지기를 (바라다)

ἀναβαίνοισθε

(너희는) 올러지기를 (바라다)

ἀναβαίνοιντο

(그들은) 올러지기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβαίνου

(너는) 올러져라

ἀναβαινέσθω

(그는) 올러져라

쌍수 ἀναβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러져라

ἀναβαινέσθων

(그 둘은) 올러져라

복수 ἀναβαίνεσθε

(너희는) 올러져라

ἀναβαινέσθων, ἀναβαινέσθωσαν

(그들은) 올러져라

부정사 ἀναβαίνεσθαι

올러지는 것

분사 남성여성중성
ἀναβαινομενος

ἀναβαινομενου

ἀναβαινομενη

ἀναβαινομενης

ἀναβαινομενον

ἀναβαινομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβήσομαι

(나는) 오르겠다

ἀναβήσει, ἀναβήσῃ

(너는) 오르겠다

ἀναβήσεται

(그는) 오르겠다

쌍수 ἀναβήσεσθον

(너희 둘은) 오르겠다

ἀναβήσεσθον

(그 둘은) 오르겠다

복수 ἀναβησόμεθα

(우리는) 오르겠다

ἀναβήσεσθε

(너희는) 오르겠다

ἀναβήσονται

(그들은) 오르겠다

기원법단수 ἀναβησοίμην

(나는) 오르겠기를 (바라다)

ἀναβήσοιο

(너는) 오르겠기를 (바라다)

ἀναβήσοιτο

(그는) 오르겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναβήσοισθον

(너희 둘은) 오르겠기를 (바라다)

ἀναβησοίσθην

(그 둘은) 오르겠기를 (바라다)

복수 ἀναβησοίμεθα

(우리는) 오르겠기를 (바라다)

ἀναβήσοισθε

(너희는) 오르겠기를 (바라다)

ἀναβήσοιντο

(그들은) 오르겠기를 (바라다)

부정사 ἀναβήσεσθαι

오를 것

분사 남성여성중성
ἀναβησομενος

ἀναβησομενου

ἀναβησομενη

ἀναβησομενης

ἀναβησομενον

ἀναβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέβαινον

(나는) 오르고 있었다

ἀνέβαινες

(너는) 오르고 있었다

ἀνέβαινεν*

(그는) 오르고 있었다

쌍수 ἀνεβαίνετον

(너희 둘은) 오르고 있었다

ἀνεβαινέτην

(그 둘은) 오르고 있었다

복수 ἀνεβαίνομεν

(우리는) 오르고 있었다

ἀνεβαίνετε

(너희는) 오르고 있었다

ἀνέβαινον

(그들은) 오르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεβαινόμην

(나는) 올러지고 있었다

ἀνεβαίνου

(너는) 올러지고 있었다

ἀνεβαίνετο

(그는) 올러지고 있었다

쌍수 ἀνεβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러지고 있었다

ἀνεβαινέσθην

(그 둘은) 올러지고 있었다

복수 ἀνεβαινόμεθα

(우리는) 올러지고 있었다

ἀνεβαίνεσθε

(너희는) 올러지고 있었다

ἀνεβαίνοντο

(그들은) 올러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ἀναβήσῃ ἐν ἀναβαθμίσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν μου, ὅπωσ ἂν μὴ ἀποκαλύψῃσ τὴν ἀσχημοσύνην σου ἐπ̓ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 20:26)

    (70인역 성경, 탈출기 20:26)

  • καὶ γίνου ἕτοιμοσ εἰσ τὸ πρωί̈ καὶ ἀναβήσῃ ἐπὶ τὸ ὄροσ τὸ Σινὰ καὶ στήσει μοι ἐκεῖ ἐπ̓ ἄκρου τοῦ ὄρουσ. (Septuagint, Liber Exodus 34:2)

    (70인역 성경, 탈출기 34:2)

  • Ἐὰν δὲ ἀδυνατήσῃ ἀπὸ σοῦ ρῆμα ἐν κρίσει ἀναμέσον αἷμα αἵματοσ καὶ ἀναμέσον κρίσισ κρίσεωσ καὶ ἀναμέσον ἁφὴ ἁφῆσ καὶ ἀναμέσον ἀντιλογία ἀντιλογίασ, ρήματα κρίσεωσ ἐν ταῖσ πόλεσιν ὑμῶν, καὶ ἀναστὰσ ἀναβήσῃ εἰσ τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριοσ ὁ Θεόσ σου ἐκεῖ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 17:8)

    (70인역 성경, 신명기 17:8)

  • σὺ δὲ λούσῃ καὶ ἀλείψῃ καὶ περιθήσεισ τὸν ἱματισμόν σου ἐπί σεαυτῇ καὶ ἀναβήσῃ ἐπὶ τὸν ἅλω. μὴ γνωρισθῇσ τῷ ἀνδρὶ ἕωσ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν. (Septuagint, Liber Ruth 3:3)

    (70인역 성경, 룻기 3:3)

  • καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ Κυρίου καὶ εἶπε Κύριοσ. οὐκ ἀναβήσῃ εἰσ συνάντησιν αὐτῶν, ἀποστρέφου ἀπ̓ αὐτῶν καὶ παρέσῃ αὐτοῖσ πλησίον τοῦ Κλαυθμῶνοσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 5:23)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 5:23)

유의어

  1. 오르다

  2. I turn out

  3. I go back

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION