헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τορνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τορνεύω τορνεύσω

형태분석: τορνεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: to/rnos

  1. 원을 그리며 돌다, 회전하다
  1. to work with a lathe-chisel, to turn neatly, to round off
  2. to turn round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τορνεύω

τορνεύεις

τορνεύει

쌍수 τορνεύετον

τορνεύετον

복수 τορνεύομεν

τορνεύετε

τορνεύουσιν*

접속법단수 τορνεύω

τορνεύῃς

τορνεύῃ

쌍수 τορνεύητον

τορνεύητον

복수 τορνεύωμεν

τορνεύητε

τορνεύωσιν*

기원법단수 τορνεύοιμι

τορνεύοις

τορνεύοι

쌍수 τορνεύοιτον

τορνευοίτην

복수 τορνεύοιμεν

τορνεύοιτε

τορνεύοιεν

명령법단수 τόρνευε

τορνευέτω

쌍수 τορνεύετον

τορνευέτων

복수 τορνεύετε

τορνευόντων, τορνευέτωσαν

부정사 τορνεύειν

분사 남성여성중성
τορνευων

τορνευοντος

τορνευουσα

τορνευουσης

τορνευον

τορνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τορνεύομαι

τορνεύει, τορνεύῃ

τορνεύεται

쌍수 τορνεύεσθον

τορνεύεσθον

복수 τορνευόμεθα

τορνεύεσθε

τορνεύονται

접속법단수 τορνεύωμαι

τορνεύῃ

τορνεύηται

쌍수 τορνεύησθον

τορνεύησθον

복수 τορνευώμεθα

τορνεύησθε

τορνεύωνται

기원법단수 τορνευοίμην

τορνεύοιο

τορνεύοιτο

쌍수 τορνεύοισθον

τορνευοίσθην

복수 τορνευοίμεθα

τορνεύοισθε

τορνεύοιντο

명령법단수 τορνεύου

τορνευέσθω

쌍수 τορνεύεσθον

τορνευέσθων

복수 τορνεύεσθε

τορνευέσθων, τορνευέσθωσαν

부정사 τορνεύεσθαι

분사 남성여성중성
τορνευομενος

τορνευομενου

τορνευομενη

τορνευομενης

τορνευομενον

τορνευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 원을 그리며 돌다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION