- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀββα?

불규칙 변화 명사; 기독교 로마알파벳 전사: abba 고전 발음: [압바] 신약 발음: [압바]

기본형: ἀββα

  1. 아버지
  2. 대수도원장의 호칭
  1. father
  2. title of respect given to abbots

참고

이 명사는 격변화하지 않음

예문

  • ΚΑΙ Ἐζεκίας ἐβασίλευσεν ὢν εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν καὶ εἴκοσιν ἐννέα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἀββὰ θυγάτηρ Ζαχαρίου. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 29:1)

    (70인역 성경, 역대기 하권 29:1)

  • καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπιπτεν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα εἰ δυνατόν ἐστιν παρέλθῃ ἀπ αὐτοῦ ἡ ὡρ´α, καὶ ἔλεγεν Ἀββά ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι: (, chapter 10 225:1)

    (, chapter 10 225:1)

  • οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλὰ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν Ἀββά ὁ πατήρ: (PROS RWMAIOUS, chapter 1 223:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 223:1)

  • Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον Ἀββά ὁ πατήρ. (PROS GALATAS, chapter 1 89:1)

    (PROS GALATAS, chapter 1 89:1)

유의어

  1. 아버지

관련어

명사

형용사

동사

수사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION