ἐγκλίνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐγκλίνω
ἐγκλινῶ
ἐγκέκλιμαι
형태분석:
ἐγ
(접두사)
+
κλίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 견뎌내다, ~에 기반하다, 버티다, 지지하다
- 돌다, 비틀다, 두르다
- 도망가다, 달아나다, 탈출하다
- 거절하다, 거부하다, 굴절하다
- to bend in or inwards
- to lean on, rest or weigh upon, lies upon
- to turn, towards
- to give way, flee
- to decline, become worse
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπελάσαντεσ δὲ ἐπ̓ εὐθύ, ἐγκλίνουσιν αὖ ἐσ τὰ πλάγια ὡσ ἐσ κύκλον ἐπιστρέφοντεσ. (Arrian, chapter 36 6:1)
(아리아노스, chapter 36 6:1)
- ἐν δὲ τούτῳ Σιμίασ καὶ Πολύαινοσ, οἵπερ ἀεὶ τῷ Φιλοποίμενι παρῆσαν μαχομένῳ καὶ συνήσπιζον, ὁμοῦ προσήλαυνον ἀμφότεροι τὰσ αἰχμὰσ κλίναντεσ ἐναντίασ, φθάνει δὲ αὐτοὺσ ὁ Φιλοποίμην ἀπαντήσασ τῷ Μαχανίδᾳ, καὶ τὸν ἵππον αὐτοῦ μετεωρίζοντα τὴν κεφαλὴν πρὸ τοῦ σώματοσ ὁρῶν μικρὸν ἐνέκλινε τὸν ἴδιον, καὶ διαλαβὼν τὸ ξυστὸν ἐκ χειρὸσ ὠθεῖ καὶ περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσασ. (Plutarch, Philopoemen, chapter 10 7:1)
(플루타르코스, Philopoemen, chapter 10 7:1)
- μᾶλλον δ’ ἐγκλίνειν βούλεται πρὸσ τὴν ὀλιγαρχίαν. (Aristotle, Politics, Book 2 125:2)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 2 125:2)
- οὐ γὰρ ἐνέκλινον οἱ τῇδε τεταγμένοι Οὐιεντανοὶ τὴν ἔφοδον ὑπὸ τῆσ Ῥωμαῖκῆσ ἵππου καταπλαγέντεσ, ἀλλ’ ἀντεῖχον ἄχρι πολλοῦ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 25 4:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 25 4:1)
- ἤδη δὲ περὶ δείλην ὀψίαν ἐγκλίνουσιν οἱ Σαβῖνοι βιασθέντεσ ὑπὸ τοῦ Ῥωμαίων ἱππικοῦ καὶ πολὺσ αὐτῶν γίνεται φόνοσ ἐν τῇ φυγῇ, Ῥωμαῖοι δὲ νεκρούσ τε τῶν πολεμίων σκυλεύσαντεσ καὶ χρήματα ὅσα ἦν ἐν τῷ χάρακι διαρπάσαντεσ τῆσ τε χώρασ τὴν κρατίστην λεηλατήσαντεσ ἀπῄεσαν ἐπ’ οἴκου. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 33 6:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 33 6:2)
유의어
-
to bend in or inwards
-
돌다
-
도망가다
파생어
- ἀνακλίνω (눕다, 기울이다, 안으로 던지다)
- ἀποκλίνω (거절하다, 거부하다, 반동하다)
- διακλίνω (돌리다, 후퇴하다, 물러서다)
- ἐγκατακλίνω (to put to bed in, to lie down in)
- ἐκκλίνω (피하다, 회피하다, 철수하다)
- ἐπικλίνω (두다, 있다, 놓다)
- κατακλίνω (놓다, 눕다, 낳다)
- κλίνω (구부리다, 굽히다, 숙이다)
- μετακλίνομαι (to shift to the other side)
- παρακλίνω (지다, 심다, 기울다)
- περικλίνω (거절하다, 거부하다)
- προκατακλίνω (to make to lie down before)
- προκλίνω (to lean forward)
- προσκλίνω (to make to lean against, put against, leans or stands against)
- συγκατακλίνω (to make to lie with, to lie together, to lie on the same couch with)
- συγκλίνω (함께 눕다, 동침하다)
- ὑποκλίνομαι (to recline or lie down under)