헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκλίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκλίνω ἐγκλινῶ ἐγκέκλιμαι

형태분석: ἐγ (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 견뎌내다, ~에 기반하다, 버티다, 지지하다
  2. 돌다, 비틀다, 두르다
  3. 도망가다, 달아나다, 탈출하다
  4. 거절하다, 거부하다, 굴절하다
  1. to bend in or inwards
  2. to lean on, rest or weigh upon, lies upon
  3. to turn, towards
  4. to give way, flee
  5. to decline, become worse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκλίνω

ἐγκλίνεις

ἐγκλίνει

쌍수 ἐγκλίνετον

ἐγκλίνετον

복수 ἐγκλίνομεν

ἐγκλίνετε

ἐγκλίνουσιν*

접속법단수 ἐγκλίνω

ἐγκλίνῃς

ἐγκλίνῃ

쌍수 ἐγκλίνητον

ἐγκλίνητον

복수 ἐγκλίνωμεν

ἐγκλίνητε

ἐγκλίνωσιν*

기원법단수 ἐγκλίνοιμι

ἐγκλίνοις

ἐγκλίνοι

쌍수 ἐγκλίνοιτον

ἐγκλινοίτην

복수 ἐγκλίνοιμεν

ἐγκλίνοιτε

ἐγκλίνοιεν

명령법단수 ἐγκλίνε

ἐγκλινέτω

쌍수 ἐγκλίνετον

ἐγκλινέτων

복수 ἐγκλίνετε

ἐγκλινόντων, ἐγκλινέτωσαν

부정사 ἐγκλίνειν

분사 남성여성중성
ἐγκλινων

ἐγκλινοντος

ἐγκλινουσα

ἐγκλινουσης

ἐγκλινον

ἐγκλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκλίνομαι

ἐγκλίνει, ἐγκλίνῃ

ἐγκλίνεται

쌍수 ἐγκλίνεσθον

ἐγκλίνεσθον

복수 ἐγκλινόμεθα

ἐγκλίνεσθε

ἐγκλίνονται

접속법단수 ἐγκλίνωμαι

ἐγκλίνῃ

ἐγκλίνηται

쌍수 ἐγκλίνησθον

ἐγκλίνησθον

복수 ἐγκλινώμεθα

ἐγκλίνησθε

ἐγκλίνωνται

기원법단수 ἐγκλινοίμην

ἐγκλίνοιο

ἐγκλίνοιτο

쌍수 ἐγκλίνοισθον

ἐγκλινοίσθην

복수 ἐγκλινοίμεθα

ἐγκλίνοισθε

ἐγκλίνοιντο

명령법단수 ἐγκλίνου

ἐγκλινέσθω

쌍수 ἐγκλίνεσθον

ἐγκλινέσθων

복수 ἐγκλίνεσθε

ἐγκλινέσθων, ἐγκλινέσθωσαν

부정사 ἐγκλίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκλινομενος

ἐγκλινομενου

ἐγκλινομενη

ἐγκλινομενης

ἐγκλινομενον

ἐγκλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bend in or inwards

  2. 돌다

  3. 도망가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION