헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκλίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκλίνω

형태분석: ἀπο (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 거절하다, 거부하다, 반동하다, 뒤로 돌다, 되튀다
  2. 전복시키다, 뒤엎다
  3. 거절하다, 거부하다, 굴절하다, 피하다, 철수하다, 원치 않다
  1. to turn off or aside, to turn back, to decline, get towards evening
  2. to be upset
  3. to turn aside or off the road, as one turns
  4. to fall away, decline, degenerate, to have a leaning, be favourably disposed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλίνω

(나는) 거절한다

ἀποκλίνεις

(너는) 거절한다

ἀποκλίνει

(그는) 거절한다

쌍수 ἀποκλίνετον

(너희 둘은) 거절한다

ἀποκλίνετον

(그 둘은) 거절한다

복수 ἀποκλίνομεν

(우리는) 거절한다

ἀποκλίνετε

(너희는) 거절한다

ἀποκλίνουσιν*

(그들은) 거절한다

접속법단수 ἀποκλίνω

(나는) 거절하자

ἀποκλίνῃς

(너는) 거절하자

ἀποκλίνῃ

(그는) 거절하자

쌍수 ἀποκλίνητον

(너희 둘은) 거절하자

ἀποκλίνητον

(그 둘은) 거절하자

복수 ἀποκλίνωμεν

(우리는) 거절하자

ἀποκλίνητε

(너희는) 거절하자

ἀποκλίνωσιν*

(그들은) 거절하자

기원법단수 ἀποκλίνοιμι

(나는) 거절하기를 (바라다)

ἀποκλίνοις

(너는) 거절하기를 (바라다)

ἀποκλίνοι

(그는) 거절하기를 (바라다)

쌍수 ἀποκλίνοιτον

(너희 둘은) 거절하기를 (바라다)

ἀποκλινοίτην

(그 둘은) 거절하기를 (바라다)

복수 ἀποκλίνοιμεν

(우리는) 거절하기를 (바라다)

ἀποκλίνοιτε

(너희는) 거절하기를 (바라다)

ἀποκλίνοιεν

(그들은) 거절하기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκλίνε

(너는) 거절해라

ἀποκλινέτω

(그는) 거절해라

쌍수 ἀποκλίνετον

(너희 둘은) 거절해라

ἀποκλινέτων

(그 둘은) 거절해라

복수 ἀποκλίνετε

(너희는) 거절해라

ἀποκλινόντων, ἀποκλινέτωσαν

(그들은) 거절해라

부정사 ἀποκλίνειν

거절하는 것

분사 남성여성중성
ἀποκλινων

ἀποκλινοντος

ἀποκλινουσα

ἀποκλινουσης

ἀποκλινον

ἀποκλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκλίνομαι

(나는) 거절된다

ἀποκλίνει, ἀποκλίνῃ

(너는) 거절된다

ἀποκλίνεται

(그는) 거절된다

쌍수 ἀποκλίνεσθον

(너희 둘은) 거절된다

ἀποκλίνεσθον

(그 둘은) 거절된다

복수 ἀποκλινόμεθα

(우리는) 거절된다

ἀποκλίνεσθε

(너희는) 거절된다

ἀποκλίνονται

(그들은) 거절된다

접속법단수 ἀποκλίνωμαι

(나는) 거절되자

ἀποκλίνῃ

(너는) 거절되자

ἀποκλίνηται

(그는) 거절되자

쌍수 ἀποκλίνησθον

(너희 둘은) 거절되자

ἀποκλίνησθον

(그 둘은) 거절되자

복수 ἀποκλινώμεθα

(우리는) 거절되자

ἀποκλίνησθε

(너희는) 거절되자

ἀποκλίνωνται

(그들은) 거절되자

기원법단수 ἀποκλινοίμην

(나는) 거절되기를 (바라다)

ἀποκλίνοιο

(너는) 거절되기를 (바라다)

ἀποκλίνοιτο

(그는) 거절되기를 (바라다)

쌍수 ἀποκλίνοισθον

(너희 둘은) 거절되기를 (바라다)

ἀποκλινοίσθην

(그 둘은) 거절되기를 (바라다)

복수 ἀποκλινοίμεθα

(우리는) 거절되기를 (바라다)

ἀποκλίνοισθε

(너희는) 거절되기를 (바라다)

ἀποκλίνοιντο

(그들은) 거절되기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκλίνου

(너는) 거절되어라

ἀποκλινέσθω

(그는) 거절되어라

쌍수 ἀποκλίνεσθον

(너희 둘은) 거절되어라

ἀποκλινέσθων

(그 둘은) 거절되어라

복수 ἀποκλίνεσθε

(너희는) 거절되어라

ἀποκλινέσθων, ἀποκλινέσθωσαν

(그들은) 거절되어라

부정사 ἀποκλίνεσθαι

거절되는 것

분사 남성여성중성
ἀποκλινομενος

ἀποκλινομενου

ἀποκλινομενη

ἀποκλινομενης

ἀποκλινομενον

ἀποκλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέκλινον

(나는) 거절하고 있었다

ἀπέκλινες

(너는) 거절하고 있었다

ἀπέκλινεν*

(그는) 거절하고 있었다

쌍수 ἀπεκλίνετον

(너희 둘은) 거절하고 있었다

ἀπεκλινέτην

(그 둘은) 거절하고 있었다

복수 ἀπεκλίνομεν

(우리는) 거절하고 있었다

ἀπεκλίνετε

(너희는) 거절하고 있었다

ἀπέκλινον

(그들은) 거절하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκλινόμην

(나는) 거절되고 있었다

ἀπεκλίνου

(너는) 거절되고 있었다

ἀπεκλίνετο

(그는) 거절되고 있었다

쌍수 ἀπεκλίνεσθον

(너희 둘은) 거절되고 있었다

ἀπεκλινέσθην

(그 둘은) 거절되고 있었다

복수 ἀπεκλινόμεθα

(우리는) 거절되고 있었다

ἀπεκλίνεσθε

(너희는) 거절되고 있었다

ἀπεκλίνοντο

(그들은) 거절되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοίνυν κἀγὼ τοῦτον τὸν ὄνειρον ὑμῖν διηγησάμην ἐκείνου ἕνεκα, ὅπωσ οἱ νέοι πρὸσ τὰ βελτίω τρέπωνται καὶ παιδείασ ἔχωνται, καὶ μάλιστα εἴ τισ αὐτῶν ὑπὸ πενίασ ἐθελοκακεῖ καὶ πρὸσ τὴν ἥττω ἀποκλίνει, φύσιν οὐκ ἀγεννῆ διαφθείρων. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 14:1)

  • δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ ^ τεχνῖτισ παρ’ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ, καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)

  • > <ὅτι δὲ πρῶτοσ ἀπέκλινε πρὸσ τὸν ὄχλον, ὡσ Ἀριστοτέλησ φησίν, καὶ ἀφῆκε τὸ μοναρχεῖν, ἐοίκε μαρτυρεῖν καὶ Ὅμηροσ ἐν νεῶν καταλόγῳ μόνουσ Ἀθηναίουσ δῆμον προσαγορεύσασ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., 9)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., 9)

  • καὶ λαβὼν βιβλίον ὡσ γράφειν μέλλων προσήνεγκε τῷ στόματι τὸν κάλαμον, καὶ δακών, ὥσπερ ἐν τῷ διανοεῖσθαι καὶ γράφειν εἰώθει, χρόνον τινὰ κατέσχεν, εἶτα συγκαλυψάμενοσ ἀπέκλινε τὴν κεφαλήν, οἱ μὲν οὖν παρὰ τὰσ θύρασ ἑστῶτεσ δορυφόροι κατεγέλων ὡσ ἀποδειλιῶντοσ αὐτοῦ, καὶ μαλακὸν ἀπεκάλουν καὶ ἄνανδρον, ὁ δ’ Ἀρχίασ προσελθὼν ἀνίστασθαι παρεκάλει, καὶ τοὺσ αὐτοὺσ ἀνακυκλῶν λόγουσ αὖθισ ἐπηγγέλλετο διαλλαγὰσ πρὸσ τὸν Ἀντίπατρον. (Plutarch, Demosthenes, chapter 29 3:3)

    (플루타르코스, Demosthenes, chapter 29 3:3)

  • ὁ μὲν οὖν Μελάνθιοσ εἴτε παίζων εἴτε σπουδάζων ἔλεγε διασῴζεσθαι τὴν Ἀθηναίων πόλιν ὑπὸ τῆσ τῶν ῥητόρων διχοστασίασ καὶ ταραχῆσ οὐ γὰρ ἀποκλίνειν ἅπαντασ εἰσ τὸν αὐτὸν τοῖχον, ἀλλὰ γίγνεσθαί τινα τοῦ βλάπτοντοσ ἀνθολκὴν; (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 4 23:1)

    (플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 4 23:1)

유의어

  1. 거절하다

  2. 전복시키다

  3. to turn aside or off the road

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION