- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναχαιτίζω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: anachaitizō 고전 발음: [아나카도:] 신약 발음: [아나캐띠조]

기본형: ἀναχαιτίζω

형태분석: ἀναχαιτίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: χαίτη

  1. 전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다
  1. to throw back the mane, rear up, to become restive
  2. to rear up and throw, to upset
  3. to shake off the yoke of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναχαιτίζω

ἀναχαιτίζεις

ἀναχαιτίζει

쌍수 ἀναχαιτίζετον

ἀναχαιτίζετον

복수 ἀναχαιτίζομεν

ἀναχαιτίζετε

ἀναχαιτίζουσι(ν)

접속법단수 ἀναχαιτίζω

ἀναχαιτίζῃς

ἀναχαιτίζῃ

쌍수 ἀναχαιτίζητον

ἀναχαιτίζητον

복수 ἀναχαιτίζωμεν

ἀναχαιτίζητε

ἀναχαιτίζωσι(ν)

기원법단수 ἀναχαιτίζοιμι

ἀναχαιτίζοις

ἀναχαιτίζοι

쌍수 ἀναχαιτίζοιτον

ἀναχαιτιζοίτην

복수 ἀναχαιτίζοιμεν

ἀναχαιτίζοιτε

ἀναχαιτίζοιεν

명령법단수 ἀναχαίτιζε

ἀναχαιτιζέτω

쌍수 ἀναχαιτίζετον

ἀναχαιτιζέτων

복수 ἀναχαιτίζετε

ἀναχαιτιζόντων, ἀναχαιτιζέτωσαν

부정사 ἀναχαιτίζειν

분사 남성여성중성
ἀναχαιτιζων

ἀναχαιτιζοντος

ἀναχαιτιζουσα

ἀναχαιτιζουσης

ἀναχαιτιζον

ἀναχαιτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναχαιτίζομαι

ἀναχαιτίζει, ἀναχαιτίζῃ

ἀναχαιτίζεται

쌍수 ἀναχαιτίζεσθον

ἀναχαιτίζεσθον

복수 ἀναχαιτιζόμεθα

ἀναχαιτίζεσθε

ἀναχαιτίζονται

접속법단수 ἀναχαιτίζωμαι

ἀναχαιτίζῃ

ἀναχαιτίζηται

쌍수 ἀναχαιτίζησθον

ἀναχαιτίζησθον

복수 ἀναχαιτιζώμεθα

ἀναχαιτίζησθε

ἀναχαιτίζωνται

기원법단수 ἀναχαιτιζοίμην

ἀναχαιτίζοιο

ἀναχαιτίζοιτο

쌍수 ἀναχαιτίζοισθον

ἀναχαιτιζοίσθην

복수 ἀναχαιτιζοίμεθα

ἀναχαιτίζοισθε

ἀναχαιτίζοιντο

명령법단수 ἀναχαιτίζου

ἀναχαιτιζέσθω

쌍수 ἀναχαιτίζεσθον

ἀναχαιτιζέσθων

복수 ἀναχαιτίζεσθε

ἀναχαιτιζέσθων, ἀναχαιτιζέσθωσαν

부정사 ἀναχαιτίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀναχαιτιζομενος

ἀναχαιτιζομενου

ἀναχαιτιζομενη

ἀναχαιτιζομενης

ἀναχαιτιζομενον

ἀναχαιτιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀλλὰ σὺ τὸ ὅμοιον εἰργάσω με ὥσπερ εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον ἐν οὐρίῳ πλέουσαν, ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου, εὐφοροῦσάν τε καὶ ἀκροκυματοῦσαν, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους καὶ ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφεὶς καὶ ναυσιπέδας ἀναχαιτίζοι τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον, φθόνῳ τῆς εὐηνεμίας. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 15:3)

유의어

  1. 전복시키다

  2. to shake off the yoke of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION