헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάφραγμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάφραγμα διάφραγματος

형태분석: διαφραγματ (어간)

어원: from diafra/gnumi

  1. 장벽, 턱, 울타리
  2. 횡경막, 가로막
  1. a partition-wall, barrier
  2. the midriff, diaphragm

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάφραγμα

장벽이

διαφράγματε

장벽들이

διαφράγματα

장벽들이

속격 διαφράγματος

장벽의

διαφραγμάτοιν

장벽들의

διαφραγμάτων

장벽들의

여격 διαφράγματι

장벽에게

διαφραγμάτοιν

장벽들에게

διαφράγμασιν*

장벽들에게

대격 διάφραγμα

장벽을

διαφράγματε

장벽들을

διαφράγματα

장벽들을

호격 διάφραγμα

장벽아

διαφράγματε

장벽들아

διαφράγματα

장벽들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσαύτωσ δὲ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν καρδίαν ἐκ τῆσ δεξιᾶσ κοιλίασ εἰσ τὴν ἀριστερὰν ἕλκεται τὸ λεπτότατον ἔχοντόσ τινα τρήματα τοῦ μέσου διαφράγματοσ αὐτῶν, ἃ μέχρι μὲν πλείστου δυνατόν ἐστιν ἰδεῖν, οἱο͂ν βοθύνουσ τινὰσ ἐξ εὐρυτέρου στόματοσ ἀεὶ καὶ μᾶλλον εἰσ στενότερον προϊόντασ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 158)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 158)

  • οἱ δ’ ἐν τῷ τραχήλῳ τῆσ καρδίασ, οἱ δ’ ἐν τῷ περικαρδίῳ ὑμένι, οἱ δ’ ἐν τῷ διαφράγματι. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 4:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 4:1)

  • τῶν νεωτέρων τινὲσ διήκειν ἀπὸ κεφαλῆσ μέχρι τοῦ διαφράγματοσ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 5:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 5:1)

  • ἔργου γὰρ αὐτέου τοῦ κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν οὐκ ἔστιν ἀνάπαυλα, οὐδὲ ἀμβολή· ἐπὶ δὲ τὴν καρδίην καὶ τὰ νέρθεν τοῦ διαφράγματοσ ἐντεῦθεν γὰρ τοῦ αἵματοσ ἀφέσιεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 155)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 155)

  • πῦρ μὲν γὰρ ὑποβρύχιον, ἀλαμπὲσ , δριμὺ, σφυγμοὶνωθροὶ, πόνου ἰδέη ποικίλη καὶ παντοίη, ἄλλοτε μὲν ἡ ὀδύνη ἐπὶ τὰ δεξιὰ διεληλαμένη, ὡσ δοκέειν ὀξὺ βέλοσ ἐγκέεσθαι, ἄλλοτε δὲ στρόφῳ ἰκέλη· αὖθισ δέ κοτε πόνοσ βαρὺσ, βαρύτατοσ · μεσηγὺ δὲ τῆσ ὀδύνησ ἀτονίη καὶ ἀφωνίη· διάφραγμα καὶ ὑπεζωκὼσ ἕλκονται· ἀπὸ τῶνδε γὰρ ἄχθοσ τὸ ἧπαρ ἤρτητο· διὰ τόδε ἐσ τὴν κατ’ ἴξιν κληί̈δα ὀδύνη καρτερή · βὴξ δὲ ἀτελήσ· προθυμίη δὲ μοῦνον· κἢν ἐσ τέλοσ κοτὲ ἀφίκηται, ξηρή. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 157)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 157)

  • ἀναπνοὴ κακή· οὐ γὰρ ξυντιμωρέει τῷ πνεύμονι τὸ διάφραγμα, ξυνομαρτέον ἐσ ξυναγωγὴν καὶ διάστασιν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 158)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 158)

  • ἡ μὲν γὰρ ἄνω τὸν πρῶτον λοβὸν διαπερήσασα ἐσ τὰ κυρτὰ αὐτέου ἐξεφαάνθη· ἔπειτα περήνασα τὸ διάφραγμα ἐμφύνει τῇ καρδίῃ· κοίλη φλὲψ ἥδε καλέεται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 167)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 167)

  • Ἥδε οὖν ἢν ἐξαπίνησ ἀνώϊστοσ γένηται, καὶ ἐπιπολὺ ἄνω μείνῃ, καὶ ἐκβιάσηται τὰ σπλάγχνα, ἀπεπνίχθη κοτὲ ἡ ἄνθρωποσ, τρόπον τὸν ἐπιληπτικὸν, ἄνευθεν σπασμῶν· ἐπιέζετο γὰρ ὠκέωσ στενοχωρίῃ ἧπαρ, διάφραγμα, πνεύμων , καρδίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 215)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 215)

  • Οἷσι ἐν τῇσι κοιλίῃσι τὰ ἄνω κατ’ ἴξιν τοῦ θώρηκοσ ἢ τὰ κάτω ὑπὸ τὸ διάφραγμα πύου ἀποστάσιεσ γίγνονται, ἢν μὲν ἀνάγωσι, ἔμπυοι οἵδε καλέονται· ἢν δὲ τὸ πῦον διεξίῃ κάτω, ἀποστηματίαι κικλήσκονται· καὶ ἐν μὲν θώρηκι ἐν τοῖσι ἕλκεσι, ἤτοι ἐν πλεύμονι, ἣν ἐκδέχεται φθόη, ἢ ὑπεζωκότι ἐν πλευρῷ, ἢ στέρνῳ, ἢ κάτωπη πρὸσ τῇ ξυμφύσι τοῦ πνεύμονοσ κατὰ Ῥάχιν, ἤ πη τοῦ θώρηκοσ ἄλλῃ,‐‐ ξυμπάντων δὲ ἐσ ἀναγωγὴν ὁδὸσ τῷ πύῳ πνεύμων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 160)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 160)

유의어

  1. 장벽

  2. 횡경막

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION