헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντεπιχειρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντεπιχειρέω

형태분석: ἀντ (접두사) + ἐπιχειρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to attack in turn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεπιχείρω

ἀντεπιχείρεις

ἀντεπιχείρει

쌍수 ἀντεπιχείρειτον

ἀντεπιχείρειτον

복수 ἀντεπιχείρουμεν

ἀντεπιχείρειτε

ἀντεπιχείρουσιν*

접속법단수 ἀντεπιχείρω

ἀντεπιχείρῃς

ἀντεπιχείρῃ

쌍수 ἀντεπιχείρητον

ἀντεπιχείρητον

복수 ἀντεπιχείρωμεν

ἀντεπιχείρητε

ἀντεπιχείρωσιν*

기원법단수 ἀντεπιχείροιμι

ἀντεπιχείροις

ἀντεπιχείροι

쌍수 ἀντεπιχείροιτον

ἀντεπιχειροίτην

복수 ἀντεπιχείροιμεν

ἀντεπιχείροιτε

ἀντεπιχείροιεν

명령법단수 ἀντεπιχεῖρει

ἀντεπιχειρεῖτω

쌍수 ἀντεπιχείρειτον

ἀντεπιχειρεῖτων

복수 ἀντεπιχείρειτε

ἀντεπιχειροῦντων, ἀντεπιχειρεῖτωσαν

부정사 ἀντεπιχείρειν

분사 남성여성중성
ἀντεπιχειρων

ἀντεπιχειρουντος

ἀντεπιχειρουσα

ἀντεπιχειρουσης

ἀντεπιχειρουν

ἀντεπιχειρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεπιχείρουμαι

ἀντεπιχείρει, ἀντεπιχείρῃ

ἀντεπιχείρειται

쌍수 ἀντεπιχείρεισθον

ἀντεπιχείρεισθον

복수 ἀντεπιχειροῦμεθα

ἀντεπιχείρεισθε

ἀντεπιχείρουνται

접속법단수 ἀντεπιχείρωμαι

ἀντεπιχείρῃ

ἀντεπιχείρηται

쌍수 ἀντεπιχείρησθον

ἀντεπιχείρησθον

복수 ἀντεπιχειρώμεθα

ἀντεπιχείρησθε

ἀντεπιχείρωνται

기원법단수 ἀντεπιχειροίμην

ἀντεπιχείροιο

ἀντεπιχείροιτο

쌍수 ἀντεπιχείροισθον

ἀντεπιχειροίσθην

복수 ἀντεπιχειροίμεθα

ἀντεπιχείροισθε

ἀντεπιχείροιντο

명령법단수 ἀντεπιχείρου

ἀντεπιχειρεῖσθω

쌍수 ἀντεπιχείρεισθον

ἀντεπιχειρεῖσθων

복수 ἀντεπιχείρεισθε

ἀντεπιχειρεῖσθων, ἀντεπιχειρεῖσθωσαν

부정사 ἀντεπιχείρεισθαι

분사 남성여성중성
ἀντεπιχειρουμενος

ἀντεπιχειρουμενου

ἀντεπιχειρουμενη

ἀντεπιχειρουμενης

ἀντεπιχειρουμενον

ἀντεπιχειρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἂν χώραν εὐδαίμονα ἀφέντεσ τῇ θαλάττῃ κατὰ λῃστείαν ἐπέθεντο ἄλλοι πρὸσ ἄλλα τραπόμενοι πελάγη, ἐπεί, ὅπου γε συμπνεύσαιεν, ἱκανοὶ ἦσαν οὐκ ἀμύνασθαι μόνον τοὺσ ἐπιχειροῦντασ αὐτοῖσ, ἀλλὰ καὶ ἀντεπιχειρεῖν καὶ μακρὰσ στρατείασ ποιεῖσθαι. (Strabo, Geography, book 5, chapter 2 4:6)

    (스트라본, 지리학, book 5, chapter 2 4:6)

유의어

  1. to attack in turn

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION