- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνστρέφω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: enstrephō 고전 발음: [레포:] 신약 발음: [래포]

기본형: ἐνστρέφω ἐνστρέψω

형태분석: ἐν (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 방문하다, 찾다
  1. to turn in, to turn or move in
  2. to visit

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔστρεφω

ἔστρεφεις

ἔστρεφει

쌍수 ἔστρεφετον

ἔστρεφετον

복수 ἔστρεφομεν

ἔστρεφετε

ἔστρεφουσι(ν)

접속법단수 ἔστρεφω

ἔστρεφῃς

ἔστρεφῃ

쌍수 ἔστρεφητον

ἔστρεφητον

복수 ἔστρεφωμεν

ἔστρεφητε

ἔστρεφωσι(ν)

기원법단수 ἔστρεφοιμι

ἔστρεφοις

ἔστρεφοι

쌍수 ἔστρεφοιτον

ἐστρε῀φοιτην

복수 ἔστρεφοιμεν

ἔστρεφοιτε

ἔστρεφοιεν

명령법단수 ἔστρεφε

ἐστρε῀φετω

쌍수 ἔστρεφετον

ἐστρε῀φετων

복수 ἔστρεφετε

ἐστρε῀φοντων, ἐστρε῀φετωσαν

부정사 ἔστρεφειν

분사 남성여성중성
ἐστρεφων

ἐστρεφοντος

ἐστρεφουσα

ἐστρεφουσης

ἐστρεφον

ἐστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔστρεφομαι

ἔστρεφει, ἔστρεφῃ

ἔστρεφεται

쌍수 ἔστρεφεσθον

ἔστρεφεσθον

복수 ἐστρε῀φομεθα

ἔστρεφεσθε

ἔστρεφονται

접속법단수 ἔστρεφωμαι

ἔστρεφῃ

ἔστρεφηται

쌍수 ἔστρεφησθον

ἔστρεφησθον

복수 ἐστρε῀φωμεθα

ἔστρεφησθε

ἔστρεφωνται

기원법단수 ἐστρε῀φοιμην

ἔστρεφοιο

ἔστρεφοιτο

쌍수 ἔστρεφοισθον

ἐστρε῀φοισθην

복수 ἐστρε῀φοιμεθα

ἔστρεφοισθε

ἔστρεφοιντο

명령법단수 ἔστρεφου

ἐστρε῀φεσθω

쌍수 ἔστρεφεσθον

ἐστρε῀φεσθων

복수 ἔστρεφεσθε

ἐστρε῀φεσθων, ἐστρε῀φεσθωσαν

부정사 ἔστρεφεσθαι

분사 남성여성중성
ἐστρεφομενος

ἐστρεφομενου

ἐστρεφομενη

ἐστρεφομενης

ἐστρεφομενον

ἐστρεφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to turn in

  2. 방문하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION