헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναστρέφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναστρέφω

형태분석: ἀνα (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다, 설득하다, 영향을 미치다
  2. 흔들리다, 구르다, 반동하다, 도로 가져놓다, 뒤로 돌다, ~에 대해 말하지 않다
  3. 되돌아가다, 반환하다, 철수하다, 갚다
  4. 접근하다, 다가가다, 들어가다, 나아가다, 쓰다
  5. 두르다, 돌다
  6. 거두다, 모으다, 수집하다
  1. to turn upside down, upset, to upset, turned up
  2. to turn back, bring back, to roll, about, to rally
  3. to turn back, return, retire
  4. to be or dwell in, to go to, and dwell there, to conduct oneself
  5. to revolve
  6. to face about, rally

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστρέφω

(나는) 전복시킨다

ἀναστρέφεις

(너는) 전복시킨다

ἀναστρέφει

(그는) 전복시킨다

쌍수 ἀναστρέφετον

(너희 둘은) 전복시킨다

ἀναστρέφετον

(그 둘은) 전복시킨다

복수 ἀναστρέφομεν

(우리는) 전복시킨다

ἀναστρέφετε

(너희는) 전복시킨다

ἀναστρέφουσιν*

(그들은) 전복시킨다

접속법단수 ἀναστρέφω

(나는) 전복시키자

ἀναστρέφῃς

(너는) 전복시키자

ἀναστρέφῃ

(그는) 전복시키자

쌍수 ἀναστρέφητον

(너희 둘은) 전복시키자

ἀναστρέφητον

(그 둘은) 전복시키자

복수 ἀναστρέφωμεν

(우리는) 전복시키자

ἀναστρέφητε

(너희는) 전복시키자

ἀναστρέφωσιν*

(그들은) 전복시키자

기원법단수 ἀναστρέφοιμι

(나는) 전복시키기를 (바라다)

ἀναστρέφοις

(너는) 전복시키기를 (바라다)

ἀναστρέφοι

(그는) 전복시키기를 (바라다)

쌍수 ἀναστρέφοιτον

(너희 둘은) 전복시키기를 (바라다)

ἀναστρεφοίτην

(그 둘은) 전복시키기를 (바라다)

복수 ἀναστρέφοιμεν

(우리는) 전복시키기를 (바라다)

ἀναστρέφοιτε

(너희는) 전복시키기를 (바라다)

ἀναστρέφοιεν

(그들은) 전복시키기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστρέφε

(너는) 전복시켜라

ἀναστρεφέτω

(그는) 전복시켜라

쌍수 ἀναστρέφετον

(너희 둘은) 전복시켜라

ἀναστρεφέτων

(그 둘은) 전복시켜라

복수 ἀναστρέφετε

(너희는) 전복시켜라

ἀναστρεφόντων, ἀναστρεφέτωσαν

(그들은) 전복시켜라

부정사 ἀναστρέφειν

전복시키는 것

분사 남성여성중성
ἀναστρεφων

ἀναστρεφοντος

ἀναστρεφουσα

ἀναστρεφουσης

ἀναστρεφον

ἀναστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναστρέφομαι

(나는) 전복한다

ἀναστρέφει, ἀναστρέφῃ

(너는) 전복한다

ἀναστρέφεται

(그는) 전복한다

쌍수 ἀναστρέφεσθον

(너희 둘은) 전복한다

ἀναστρέφεσθον

(그 둘은) 전복한다

복수 ἀναστρεφόμεθα

(우리는) 전복한다

ἀναστρέφεσθε

(너희는) 전복한다

ἀναστρέφονται

(그들은) 전복한다

접속법단수 ἀναστρέφωμαι

(나는) 전복하자

ἀναστρέφῃ

(너는) 전복하자

ἀναστρέφηται

(그는) 전복하자

쌍수 ἀναστρέφησθον

(너희 둘은) 전복하자

ἀναστρέφησθον

(그 둘은) 전복하자

복수 ἀναστρεφώμεθα

(우리는) 전복하자

ἀναστρέφησθε

(너희는) 전복하자

ἀναστρέφωνται

(그들은) 전복하자

기원법단수 ἀναστρεφοίμην

(나는) 전복하기를 (바라다)

ἀναστρέφοιο

(너는) 전복하기를 (바라다)

ἀναστρέφοιτο

(그는) 전복하기를 (바라다)

쌍수 ἀναστρέφοισθον

(너희 둘은) 전복하기를 (바라다)

ἀναστρεφοίσθην

(그 둘은) 전복하기를 (바라다)

복수 ἀναστρεφοίμεθα

(우리는) 전복하기를 (바라다)

ἀναστρέφοισθε

(너희는) 전복하기를 (바라다)

ἀναστρέφοιντο

(그들은) 전복하기를 (바라다)

명령법단수 ἀναστρέφου

(너는) 전복해라

ἀναστρεφέσθω

(그는) 전복해라

쌍수 ἀναστρέφεσθον

(너희 둘은) 전복해라

ἀναστρεφέσθων

(그 둘은) 전복해라

복수 ἀναστρέφεσθε

(너희는) 전복해라

ἀναστρεφέσθων, ἀναστρεφέσθωσαν

(그들은) 전복해라

부정사 ἀναστρέφεσθαι

전복하는 것

분사 남성여성중성
ἀναστρεφομενος

ἀναστρεφομενου

ἀναστρεφομενη

ἀναστρεφομενης

ἀναστρεφομενον

ἀναστρεφομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέστρεφον

(나는) 전복시키고 있었다

ἀνέστρεφες

(너는) 전복시키고 있었다

ἀνέστρεφεν*

(그는) 전복시키고 있었다

쌍수 ἀνεστρέφετον

(너희 둘은) 전복시키고 있었다

ἀνεστρεφέτην

(그 둘은) 전복시키고 있었다

복수 ἀνεστρέφομεν

(우리는) 전복시키고 있었다

ἀνεστρέφετε

(너희는) 전복시키고 있었다

ἀνέστρεφον

(그들은) 전복시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεστρεφόμην

(나는) 전복하고 있었다

ἀνεστρέφου

(너는) 전복하고 있었다

ἀνεστρέφετο

(그는) 전복하고 있었다

쌍수 ἀνεστρέφεσθον

(너희 둘은) 전복하고 있었다

ἀνεστρεφέσθην

(그 둘은) 전복하고 있었다

복수 ἀνεστρεφόμεθα

(우리는) 전복하고 있었다

ἀνεστρέφεσθε

(너희는) 전복하고 있었다

ἀνεστρέφοντο

(그들은) 전복하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸσ Σαούλ. οὐκ ἀναστρέφω μετὰ σοῦ, ὅτι ἐξουδένωσασ τὸ ρῆμα Κυρίου, καί ἐξουδενώσει σε Κύριοσ τοῦ μὴ εἶναι βασιλέα ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber I Samuelis 15:26)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 15:26)

  • χ καὶ ἐγένετο ρῆμα Κυρίου πρὸσ Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων. εἰπὸν τῷ Ροβοὰμ βασιλεῖ Ἰούδα καὶ πρὸσ πάντα οἶκον Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ πρὸσ τὸ κατάλειμμα τοῦ λαοῦ λέγων. τάδε λέγει Κύριοσ. οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ πολεμήσετε πρὸσ τοὺσ ἀδελφοὺσ ὑμῶν υἱοὺσ Ἰσραήλ. ἀναστρέφετε ἕκαστοσ εἰσ τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι παῤ ἐμοῦ γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο. (Septuagint, Liber I Regum 12:46)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 12:46)

  • καὶ εἶπε Μιχαίασ. οὐχ οὕτωσ. ἑώρακα πάντα τὸν Ἰσραὴλ διεσπαρμένον ἐν τοῖσ ὄρεσιν ὡσ ποίμνιον, ᾧ οὐκ ἔστι ποιμήν, καὶ εἶπε Κύριοσ. οὐ κύριοσ τούτοισ Θεόσ̣ ἕκαστοσ εἰσ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ ἀναστρεφέτω. (Septuagint, Liber I Regum 22:17)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 22:17)

  • καὶ εἶπεν. εἶδον τὸν Ἰσραὴλ διεσπαρμένουσ ἐν τοῖσ ὄρεσιν ὡσ πρόβατα, οἷσ οὐκ ἔστι ποιμήν, καὶ εἶπε Κύριοσ. οὐκ ἔχουσιν ἡγούμενον οὗτοι, ἀναστρεφέτωσαν ἕκαστοσ εἰσ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 18:16)

    (70인역 성경, 역대기 하권 18:16)

  • καὶ ἐξῆλθον ἐκ πασῶν τῶν κωμῶν τῆσ Ἰουδαίασ κυκλόθεν καὶ ὑπερεκέρων αὐτούσ, καὶ ἀνέστρεφον οὗτοι πρὸσ τούτουσ, καὶ ἔπεσον πάντεσ ρομφαίᾳ, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷσ. (Septuagint, Liber Maccabees I 7:46)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 7:46)

  • ἐγὼ μὲν καὶ προσάγων ἐμαυτὸν τῷ λόγῳ ναρκῶ καὶ ἀναστρέφω καὶ καθ’ ἓν τοῦτο λέγειν ἀναγκάζομαι, ὅτι σιγᾶν οὐκ ἔχω. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:4)

유의어

  1. 전복시키다

  2. 흔들리다

  3. 되돌아가다

  4. 두르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION