헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποτέμνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποτέμνω

형태분석: ἀπο (접두사) + τέμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끊다, 잘라버리다, 잘라내다, 중단시키다, 방해하다
  2. 나누다, 분할하다, 끊다, 연회를 베풀다
  3. 충당하다, 잘라버리다, 챙기다, 끊다, 중단시키다
  1. to cut off, sever, having, cut out
  2. to sever, divide, to be cut off from
  3. to cut off for oneself, to cut off a bit
  4. to cut off, to appropriate, to have a slice or portion of, to cut off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτέμνω

(나는) 끊는다

ἀποτέμνεις

(너는) 끊는다

ἀποτέμνει

(그는) 끊는다

쌍수 ἀποτέμνετον

(너희 둘은) 끊는다

ἀποτέμνετον

(그 둘은) 끊는다

복수 ἀποτέμνομεν

(우리는) 끊는다

ἀποτέμνετε

(너희는) 끊는다

ἀποτέμνουσιν*

(그들은) 끊는다

접속법단수 ἀποτέμνω

(나는) 끊자

ἀποτέμνῃς

(너는) 끊자

ἀποτέμνῃ

(그는) 끊자

쌍수 ἀποτέμνητον

(너희 둘은) 끊자

ἀποτέμνητον

(그 둘은) 끊자

복수 ἀποτέμνωμεν

(우리는) 끊자

ἀποτέμνητε

(너희는) 끊자

ἀποτέμνωσιν*

(그들은) 끊자

기원법단수 ἀποτέμνοιμι

(나는) 끊기를 (바라다)

ἀποτέμνοις

(너는) 끊기를 (바라다)

ἀποτέμνοι

(그는) 끊기를 (바라다)

쌍수 ἀποτέμνοιτον

(너희 둘은) 끊기를 (바라다)

ἀποτεμνοίτην

(그 둘은) 끊기를 (바라다)

복수 ἀποτέμνοιμεν

(우리는) 끊기를 (바라다)

ἀποτέμνοιτε

(너희는) 끊기를 (바라다)

ἀποτέμνοιεν

(그들은) 끊기를 (바라다)

명령법단수 ἀποτέμνε

(너는) 끊어라

ἀποτεμνέτω

(그는) 끊어라

쌍수 ἀποτέμνετον

(너희 둘은) 끊어라

ἀποτεμνέτων

(그 둘은) 끊어라

복수 ἀποτέμνετε

(너희는) 끊어라

ἀποτεμνόντων, ἀποτεμνέτωσαν

(그들은) 끊어라

부정사 ἀποτέμνειν

끊는 것

분사 남성여성중성
ἀποτεμνων

ἀποτεμνοντος

ἀποτεμνουσα

ἀποτεμνουσης

ἀποτεμνον

ἀποτεμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτέμνομαι

(나는) 끊긴다

ἀποτέμνει, ἀποτέμνῃ

(너는) 끊긴다

ἀποτέμνεται

(그는) 끊긴다

쌍수 ἀποτέμνεσθον

(너희 둘은) 끊긴다

ἀποτέμνεσθον

(그 둘은) 끊긴다

복수 ἀποτεμνόμεθα

(우리는) 끊긴다

ἀποτέμνεσθε

(너희는) 끊긴다

ἀποτέμνονται

(그들은) 끊긴다

접속법단수 ἀποτέμνωμαι

(나는) 끊기자

ἀποτέμνῃ

(너는) 끊기자

ἀποτέμνηται

(그는) 끊기자

쌍수 ἀποτέμνησθον

(너희 둘은) 끊기자

ἀποτέμνησθον

(그 둘은) 끊기자

복수 ἀποτεμνώμεθα

(우리는) 끊기자

ἀποτέμνησθε

(너희는) 끊기자

ἀποτέμνωνται

(그들은) 끊기자

기원법단수 ἀποτεμνοίμην

(나는) 끊기기를 (바라다)

ἀποτέμνοιο

(너는) 끊기기를 (바라다)

ἀποτέμνοιτο

(그는) 끊기기를 (바라다)

쌍수 ἀποτέμνοισθον

(너희 둘은) 끊기기를 (바라다)

ἀποτεμνοίσθην

(그 둘은) 끊기기를 (바라다)

복수 ἀποτεμνοίμεθα

(우리는) 끊기기를 (바라다)

ἀποτέμνοισθε

(너희는) 끊기기를 (바라다)

ἀποτέμνοιντο

(그들은) 끊기기를 (바라다)

명령법단수 ἀποτέμνου

(너는) 끊겨라

ἀποτεμνέσθω

(그는) 끊겨라

쌍수 ἀποτέμνεσθον

(너희 둘은) 끊겨라

ἀποτεμνέσθων

(그 둘은) 끊겨라

복수 ἀποτέμνεσθε

(너희는) 끊겨라

ἀποτεμνέσθων, ἀποτεμνέσθωσαν

(그들은) 끊겨라

부정사 ἀποτέμνεσθαι

끊기는 것

분사 남성여성중성
ἀποτεμνομενος

ἀποτεμνομενου

ἀποτεμνομενη

ἀποτεμνομενης

ἀποτεμνομενον

ἀποτεμνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέτεμνον

(나는) 끊고 있었다

ἀπέτεμνες

(너는) 끊고 있었다

ἀπέτεμνεν*

(그는) 끊고 있었다

쌍수 ἀπετέμνετον

(너희 둘은) 끊고 있었다

ἀπετεμνέτην

(그 둘은) 끊고 있었다

복수 ἀπετέμνομεν

(우리는) 끊고 있었다

ἀπετέμνετε

(너희는) 끊고 있었다

ἀπέτεμνον

(그들은) 끊고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπετεμνόμην

(나는) 끊기고 있었다

ἀπετέμνου

(너는) 끊기고 있었다

ἀπετέμνετο

(그는) 끊기고 있었다

쌍수 ἀπετέμνεσθον

(너희 둘은) 끊기고 있었다

ἀπετεμνέσθην

(그 둘은) 끊기고 있었다

복수 ἀπετεμνόμεθα

(우리는) 끊기고 있었다

ἀπετέμνεσθε

(너희는) 끊기고 있었다

ἀπετέμνοντο

(그들은) 끊기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὴν δ’ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸσ ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ θώρακοσ ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 32:1)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 32:1)

  • πολλὴν δ’ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸσ ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ θώρακοσ ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 14:2)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 14:2)

  • κακίσασ οὖν ἐκείνουσ καὶ προσδραμὼν αὐτὸσ ἀποτέμνει τὴν κεφαλήν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 44 4:2)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 44 4:2)

  • τῶν δὲ φευγόντων τοὺσ μὲν εἰσ τάξιν ἤδη καθεστὼσ ὁ Μουρήνασ ἀπετέμνετο καί διέφθειρεν ὑπαντιάζων, οἱ δὲ ὠσάμενοι πρὸσ τὸ φίλιον στρατόπεδον καί τῇ φάλαγγι φύρδην ἐμπεσόντεσ ἀνέπλησαν δέουσ καί ταραχῆσ τὸ πλεῖστον μέροσ, καί διατριβὴν τοῖσ στρατηγοῖσ ἐνεποίησαν οὐχ ἥκιστα βλάψασαν αὐτούσ, ὀξέωσ γὰρ ὁ Σύλλασ ταρασσομένοισ ἐπαγαγὼν καί τὸ μέσον διάστημα τῷ τάχει συνελὼν ἀφείλετο τὴν τῶν δρεπανηφόρων ἐνέργειαν. (Plutarch, Sulla, chapter 18 2:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 18 2:1)

  • αὐτοί τέ γε αὑτῶν ὄνυχάσ τε καὶ τρίχασ καὶ τύλουσ ἀφαιροῦσι καὶ τοῖσ ἰατροῖσ παρέχουσι μετὰ πόνων τε καὶ ἀλγηδόνων καὶ ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν, καὶ τούτων χάριν οἰόνται δεῖν αὐτοῖσ καὶ μισθὸν τίνειν· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 64:2)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 64:2)

유의어

  1. 끊다

  2. 나누다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION