헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτέμνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτέμνω ἐπιτεμῶ ἐπέταμον

형태분석: ἐπι (접두사) + τέμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 손상시키다, 손상을 주다, 아프게 하다
  2. 줄이다, 요약하다, 간추리다, 줄여쓰다, 제한하다
  3. 잘라버리다, 끊다
  4. 죽다, 소멸하다, 사라지다
  1. to cut upon the surface, make an incision, gash
  2. to cut short, to abridge, shorten, epitomize
  3. to cut off
  4. (passive) to be cut short, perish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτέμνω

(나는) 손상시킨다

ἐπιτέμνεις

(너는) 손상시킨다

ἐπιτέμνει

(그는) 손상시킨다

쌍수 ἐπιτέμνετον

(너희 둘은) 손상시킨다

ἐπιτέμνετον

(그 둘은) 손상시킨다

복수 ἐπιτέμνομεν

(우리는) 손상시킨다

ἐπιτέμνετε

(너희는) 손상시킨다

ἐπιτέμνουσιν*

(그들은) 손상시킨다

접속법단수 ἐπιτέμνω

(나는) 손상시키자

ἐπιτέμνῃς

(너는) 손상시키자

ἐπιτέμνῃ

(그는) 손상시키자

쌍수 ἐπιτέμνητον

(너희 둘은) 손상시키자

ἐπιτέμνητον

(그 둘은) 손상시키자

복수 ἐπιτέμνωμεν

(우리는) 손상시키자

ἐπιτέμνητε

(너희는) 손상시키자

ἐπιτέμνωσιν*

(그들은) 손상시키자

기원법단수 ἐπιτέμνοιμι

(나는) 손상시키기를 (바라다)

ἐπιτέμνοις

(너는) 손상시키기를 (바라다)

ἐπιτέμνοι

(그는) 손상시키기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτέμνοιτον

(너희 둘은) 손상시키기를 (바라다)

ἐπιτεμνοίτην

(그 둘은) 손상시키기를 (바라다)

복수 ἐπιτέμνοιμεν

(우리는) 손상시키기를 (바라다)

ἐπιτέμνοιτε

(너희는) 손상시키기를 (바라다)

ἐπιτέμνοιεν

(그들은) 손상시키기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτέμνε

(너는) 손상시켜라

ἐπιτεμνέτω

(그는) 손상시켜라

쌍수 ἐπιτέμνετον

(너희 둘은) 손상시켜라

ἐπιτεμνέτων

(그 둘은) 손상시켜라

복수 ἐπιτέμνετε

(너희는) 손상시켜라

ἐπιτεμνόντων, ἐπιτεμνέτωσαν

(그들은) 손상시켜라

부정사 ἐπιτέμνειν

손상시키는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτεμνων

ἐπιτεμνοντος

ἐπιτεμνουσα

ἐπιτεμνουσης

ἐπιτεμνον

ἐπιτεμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτέμνομαι

(나는) 손상한다

ἐπιτέμνει, ἐπιτέμνῃ

(너는) 손상한다

ἐπιτέμνεται

(그는) 손상한다

쌍수 ἐπιτέμνεσθον

(너희 둘은) 손상한다

ἐπιτέμνεσθον

(그 둘은) 손상한다

복수 ἐπιτεμνόμεθα

(우리는) 손상한다

ἐπιτέμνεσθε

(너희는) 손상한다

ἐπιτέμνονται

(그들은) 손상한다

접속법단수 ἐπιτέμνωμαι

(나는) 손상하자

ἐπιτέμνῃ

(너는) 손상하자

ἐπιτέμνηται

(그는) 손상하자

쌍수 ἐπιτέμνησθον

(너희 둘은) 손상하자

ἐπιτέμνησθον

(그 둘은) 손상하자

복수 ἐπιτεμνώμεθα

(우리는) 손상하자

ἐπιτέμνησθε

(너희는) 손상하자

ἐπιτέμνωνται

(그들은) 손상하자

기원법단수 ἐπιτεμνοίμην

(나는) 손상하기를 (바라다)

ἐπιτέμνοιο

(너는) 손상하기를 (바라다)

ἐπιτέμνοιτο

(그는) 손상하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτέμνοισθον

(너희 둘은) 손상하기를 (바라다)

ἐπιτεμνοίσθην

(그 둘은) 손상하기를 (바라다)

복수 ἐπιτεμνοίμεθα

(우리는) 손상하기를 (바라다)

ἐπιτέμνοισθε

(너희는) 손상하기를 (바라다)

ἐπιτέμνοιντο

(그들은) 손상하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτέμνου

(너는) 손상해라

ἐπιτεμνέσθω

(그는) 손상해라

쌍수 ἐπιτέμνεσθον

(너희 둘은) 손상해라

ἐπιτεμνέσθων

(그 둘은) 손상해라

복수 ἐπιτέμνεσθε

(너희는) 손상해라

ἐπιτεμνέσθων, ἐπιτεμνέσθωσαν

(그들은) 손상해라

부정사 ἐπιτέμνεσθαι

손상하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτεμνομενος

ἐπιτεμνομενου

ἐπιτεμνομενη

ἐπιτεμνομενης

ἐπιτεμνομενον

ἐπιτεμνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέτεμνον

(나는) 손상시키고 있었다

ἐπέτεμνες

(너는) 손상시키고 있었다

ἐπέτεμνεν*

(그는) 손상시키고 있었다

쌍수 ἐπετέμνετον

(너희 둘은) 손상시키고 있었다

ἐπετεμνέτην

(그 둘은) 손상시키고 있었다

복수 ἐπετέμνομεν

(우리는) 손상시키고 있었다

ἐπετέμνετε

(너희는) 손상시키고 있었다

ἐπέτεμνον

(그들은) 손상시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετεμνόμην

(나는) 손상하고 있었다

ἐπετέμνου

(너는) 손상하고 있었다

ἐπετέμνετο

(그는) 손상하고 있었다

쌍수 ἐπετέμνεσθον

(너희 둘은) 손상하고 있었다

ἐπετεμνέσθην

(그 둘은) 손상하고 있었다

복수 ἐπετεμνόμεθα

(우리는) 손상하고 있었다

ἐπετέμνεσθε

(너희는) 손상하고 있었다

ἐπετέμνοντο

(그들은) 손상하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέταμον

(나는) 손상시켰다

ἐπέταμες

(너는) 손상시켰다

ἐπέταμεν*

(그는) 손상시켰다

쌍수 ἐπετάμετον

(너희 둘은) 손상시켰다

ἐπεταμέτην

(그 둘은) 손상시켰다

복수 ἐπετάμομεν

(우리는) 손상시켰다

ἐπετάμετε

(너희는) 손상시켰다

ἐπέταμον

(그들은) 손상시켰다

명령법단수 ἐπιτάμε

(너는) 손상시켰어라

ἐπιταμέτω

(그는) 손상시켰어라

쌍수 ἐπιτάμετον

(너희 둘은) 손상시켰어라

ἐπιταμέτων

(그 둘은) 손상시켰어라

복수 ἐπιτάμετε

(너희는) 손상시켰어라

ἐπιταμόντων

(그들은) 손상시켰어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰσὶ γὰρ παρὰ τὰ ὦτα φλέβεσ, ἃσ ἐάν τισ ἐπιτάμῃ, ἄγονοι γίνονται οἱ ἐπιτμηθέντεσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxii.11)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxii.11)

  • τῆσ ἀκόνησ, ἡ δὲ ἀκμὴ τοῦ σιδήρου δι’ ὅλου κατελθοῦσα τοῦ λίθου τήν τε ἀκόνην διαιρεῖ καὶ τῆσ κατεχούσησ αὐτὴν χειρὸσ ἐπιτέμνει τι μέροσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 71 7:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 71 7:1)

  • οὔτε γὰρ οὕτωσ εἰμὶ γέρων ὥστ’ ἂν ἀπελπισθῆναι ταχέωσ, οὔτε εἰσ τρυφὴν ἐκδιαιτώμενοσ, ἣ καὶ νέουσ ἐπιτέμνεται· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 657:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 657:2)

  • τὰσ γὰρ ἐξετάσεισ τοῦ βασιλέωσ ὁ περὶ τῆσ ψυχῆσ κίνδυνοσ ἐπετέμνετο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 697:5)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 697:5)

  • ὁρ́κια δὲ ποιέεται ταῦτα τὰ ἔθνεα τὰ πέρ τε Ἕλληνεσ, καὶ πρὸσ τούτοισι, ἐπεὰν τοὺσ βραχίονασ ἐπιτάμωνται ἐσ τὴν ὁμοχροίην, τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 74 6:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 74 6:1)

유의어

  1. 잘라버리다

  2. 죽다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION