헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικείρω

형태분석: ἐπι (접두사) + κείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잘라버리다, 덜다, 끊다
  1. to cut off, cut down
  2. to cut short

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικείρω

(나는) 잘라버린다

ἐπικείρεις

(너는) 잘라버린다

ἐπικείρει

(그는) 잘라버린다

쌍수 ἐπικείρετον

(너희 둘은) 잘라버린다

ἐπικείρετον

(그 둘은) 잘라버린다

복수 ἐπικείρομεν

(우리는) 잘라버린다

ἐπικείρετε

(너희는) 잘라버린다

ἐπικείρουσιν*

(그들은) 잘라버린다

접속법단수 ἐπικείρω

(나는) 잘라버리자

ἐπικείρῃς

(너는) 잘라버리자

ἐπικείρῃ

(그는) 잘라버리자

쌍수 ἐπικείρητον

(너희 둘은) 잘라버리자

ἐπικείρητον

(그 둘은) 잘라버리자

복수 ἐπικείρωμεν

(우리는) 잘라버리자

ἐπικείρητε

(너희는) 잘라버리자

ἐπικείρωσιν*

(그들은) 잘라버리자

기원법단수 ἐπικείροιμι

(나는) 잘라버리기를 (바라다)

ἐπικείροις

(너는) 잘라버리기를 (바라다)

ἐπικείροι

(그는) 잘라버리기를 (바라다)

쌍수 ἐπικείροιτον

(너희 둘은) 잘라버리기를 (바라다)

ἐπικειροίτην

(그 둘은) 잘라버리기를 (바라다)

복수 ἐπικείροιμεν

(우리는) 잘라버리기를 (바라다)

ἐπικείροιτε

(너희는) 잘라버리기를 (바라다)

ἐπικείροιεν

(그들은) 잘라버리기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικείρε

(너는) 잘라버려라

ἐπικειρέτω

(그는) 잘라버려라

쌍수 ἐπικείρετον

(너희 둘은) 잘라버려라

ἐπικειρέτων

(그 둘은) 잘라버려라

복수 ἐπικείρετε

(너희는) 잘라버려라

ἐπικειρόντων, ἐπικειρέτωσαν

(그들은) 잘라버려라

부정사 ἐπικείρειν

잘라버리는 것

분사 남성여성중성
ἐπικειρων

ἐπικειροντος

ἐπικειρουσα

ἐπικειρουσης

ἐπικειρον

ἐπικειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικείρομαι

(나는) 잘라버려진다

ἐπικείρει, ἐπικείρῃ

(너는) 잘라버려진다

ἐπικείρεται

(그는) 잘라버려진다

쌍수 ἐπικείρεσθον

(너희 둘은) 잘라버려진다

ἐπικείρεσθον

(그 둘은) 잘라버려진다

복수 ἐπικειρόμεθα

(우리는) 잘라버려진다

ἐπικείρεσθε

(너희는) 잘라버려진다

ἐπικείρονται

(그들은) 잘라버려진다

접속법단수 ἐπικείρωμαι

(나는) 잘라버려지자

ἐπικείρῃ

(너는) 잘라버려지자

ἐπικείρηται

(그는) 잘라버려지자

쌍수 ἐπικείρησθον

(너희 둘은) 잘라버려지자

ἐπικείρησθον

(그 둘은) 잘라버려지자

복수 ἐπικειρώμεθα

(우리는) 잘라버려지자

ἐπικείρησθε

(너희는) 잘라버려지자

ἐπικείρωνται

(그들은) 잘라버려지자

기원법단수 ἐπικειροίμην

(나는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἐπικείροιο

(너는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἐπικείροιτο

(그는) 잘라버려지기를 (바라다)

쌍수 ἐπικείροισθον

(너희 둘은) 잘라버려지기를 (바라다)

ἐπικειροίσθην

(그 둘은) 잘라버려지기를 (바라다)

복수 ἐπικειροίμεθα

(우리는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἐπικείροισθε

(너희는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἐπικείροιντο

(그들은) 잘라버려지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικείρου

(너는) 잘라버려져라

ἐπικειρέσθω

(그는) 잘라버려져라

쌍수 ἐπικείρεσθον

(너희 둘은) 잘라버려져라

ἐπικειρέσθων

(그 둘은) 잘라버려져라

복수 ἐπικείρεσθε

(너희는) 잘라버려져라

ἐπικειρέσθων, ἐπικειρέσθωσαν

(그들은) 잘라버려져라

부정사 ἐπικείρεσθαι

잘라버려지는 것

분사 남성여성중성
ἐπικειρομενος

ἐπικειρομενου

ἐπικειρομενη

ἐπικειρομενης

ἐπικειρομενον

ἐπικειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέκειρον

(나는) 잘라버리고 있었다

ἐπέκειρες

(너는) 잘라버리고 있었다

ἐπέκειρεν*

(그는) 잘라버리고 있었다

쌍수 ἐπεκείρετον

(너희 둘은) 잘라버리고 있었다

ἐπεκειρέτην

(그 둘은) 잘라버리고 있었다

복수 ἐπεκείρομεν

(우리는) 잘라버리고 있었다

ἐπεκείρετε

(너희는) 잘라버리고 있었다

ἐπέκειρον

(그들은) 잘라버리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκειρόμην

(나는) 잘라버려지고 있었다

ἐπεκείρου

(너는) 잘라버려지고 있었다

ἐπεκείρετο

(그는) 잘라버려지고 있었다

쌍수 ἐπεκείρεσθον

(너희 둘은) 잘라버려지고 있었다

ἐπεκειρέσθην

(그 둘은) 잘라버려지고 있었다

복수 ἐπεκειρόμεθα

(우리는) 잘라버려지고 있었다

ἐπεκείρεσθε

(너희는) 잘라버려지고 있었다

ἐπεκείροντο

(그들은) 잘라버려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 잘라버리다

  2. to cut short

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION