헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περικείρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περικείρω περικερῶ

형태분석: περι (접두사) + κείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shear or clip all round, to have one's, clipt

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικείρω

περικείρεις

περικείρει

쌍수 περικείρετον

περικείρετον

복수 περικείρομεν

περικείρετε

περικείρουσιν*

접속법단수 περικείρω

περικείρῃς

περικείρῃ

쌍수 περικείρητον

περικείρητον

복수 περικείρωμεν

περικείρητε

περικείρωσιν*

기원법단수 περικείροιμι

περικείροις

περικείροι

쌍수 περικείροιτον

περικειροίτην

복수 περικείροιμεν

περικείροιτε

περικείροιεν

명령법단수 περικείρε

περικειρέτω

쌍수 περικείρετον

περικειρέτων

복수 περικείρετε

περικειρόντων, περικειρέτωσαν

부정사 περικείρειν

분사 남성여성중성
περικειρων

περικειροντος

περικειρουσα

περικειρουσης

περικειρον

περικειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικείρομαι

περικείρει, περικείρῃ

περικείρεται

쌍수 περικείρεσθον

περικείρεσθον

복수 περικειρόμεθα

περικείρεσθε

περικείρονται

접속법단수 περικείρωμαι

περικείρῃ

περικείρηται

쌍수 περικείρησθον

περικείρησθον

복수 περικειρώμεθα

περικείρησθε

περικείρωνται

기원법단수 περικειροίμην

περικείροιο

περικείροιτο

쌍수 περικείροισθον

περικειροίσθην

복수 περικειροίμεθα

περικείροισθε

περικείροιντο

명령법단수 περικείρου

περικειρέσθω

쌍수 περικείρεσθον

περικειρέσθων

복수 περικείρεσθε

περικειρέσθων, περικειρέσθωσαν

부정사 περικείρεσθαι

분사 남성여성중성
περικειρομενος

περικειρομενου

περικειρομενη

περικειρομενης

περικειρομενον

περικειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shear or clip all round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION