헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκόπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκόπτω ἀποκόψω ἀπέκοψα ἀποκέκοφα ἀποκέκομμαι ἀπεκόπην

형태분석: ἀπο (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잘라버리다, 끊다
  2. 슬프다, 슬퍼하다, 애도하다
  3. 잘라버리다, 끊다
  1. I cut off
  2. I smite the breast in mourning, I mourn
  3. (speech) I cut off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκόπτω

(나는) 잘라버린다

ἀποκόπτεις

(너는) 잘라버린다

ἀποκόπτει

(그는) 잘라버린다

쌍수 ἀποκόπτετον

(너희 둘은) 잘라버린다

ἀποκόπτετον

(그 둘은) 잘라버린다

복수 ἀποκόπτομεν

(우리는) 잘라버린다

ἀποκόπτετε

(너희는) 잘라버린다

ἀποκόπτουσιν*

(그들은) 잘라버린다

접속법단수 ἀποκόπτω

(나는) 잘라버리자

ἀποκόπτῃς

(너는) 잘라버리자

ἀποκόπτῃ

(그는) 잘라버리자

쌍수 ἀποκόπτητον

(너희 둘은) 잘라버리자

ἀποκόπτητον

(그 둘은) 잘라버리자

복수 ἀποκόπτωμεν

(우리는) 잘라버리자

ἀποκόπτητε

(너희는) 잘라버리자

ἀποκόπτωσιν*

(그들은) 잘라버리자

기원법단수 ἀποκόπτοιμι

(나는) 잘라버리기를 (바라다)

ἀποκόπτοις

(너는) 잘라버리기를 (바라다)

ἀποκόπτοι

(그는) 잘라버리기를 (바라다)

쌍수 ἀποκόπτοιτον

(너희 둘은) 잘라버리기를 (바라다)

ἀποκοπτοίτην

(그 둘은) 잘라버리기를 (바라다)

복수 ἀποκόπτοιμεν

(우리는) 잘라버리기를 (바라다)

ἀποκόπτοιτε

(너희는) 잘라버리기를 (바라다)

ἀποκόπτοιεν

(그들은) 잘라버리기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκόπτε

(너는) 잘라버려라

ἀποκοπτέτω

(그는) 잘라버려라

쌍수 ἀποκόπτετον

(너희 둘은) 잘라버려라

ἀποκοπτέτων

(그 둘은) 잘라버려라

복수 ἀποκόπτετε

(너희는) 잘라버려라

ἀποκοπτόντων, ἀποκοπτέτωσαν

(그들은) 잘라버려라

부정사 ἀποκόπτειν

잘라버리는 것

분사 남성여성중성
ἀποκοπτων

ἀποκοπτοντος

ἀποκοπτουσα

ἀποκοπτουσης

ἀποκοπτον

ἀποκοπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκόπτομαι

(나는) 잘라버려진다

ἀποκόπτει, ἀποκόπτῃ

(너는) 잘라버려진다

ἀποκόπτεται

(그는) 잘라버려진다

쌍수 ἀποκόπτεσθον

(너희 둘은) 잘라버려진다

ἀποκόπτεσθον

(그 둘은) 잘라버려진다

복수 ἀποκοπτόμεθα

(우리는) 잘라버려진다

ἀποκόπτεσθε

(너희는) 잘라버려진다

ἀποκόπτονται

(그들은) 잘라버려진다

접속법단수 ἀποκόπτωμαι

(나는) 잘라버려지자

ἀποκόπτῃ

(너는) 잘라버려지자

ἀποκόπτηται

(그는) 잘라버려지자

쌍수 ἀποκόπτησθον

(너희 둘은) 잘라버려지자

ἀποκόπτησθον

(그 둘은) 잘라버려지자

복수 ἀποκοπτώμεθα

(우리는) 잘라버려지자

ἀποκόπτησθε

(너희는) 잘라버려지자

ἀποκόπτωνται

(그들은) 잘라버려지자

기원법단수 ἀποκοπτοίμην

(나는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἀποκόπτοιο

(너는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἀποκόπτοιτο

(그는) 잘라버려지기를 (바라다)

쌍수 ἀποκόπτοισθον

(너희 둘은) 잘라버려지기를 (바라다)

ἀποκοπτοίσθην

(그 둘은) 잘라버려지기를 (바라다)

복수 ἀποκοπτοίμεθα

(우리는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἀποκόπτοισθε

(너희는) 잘라버려지기를 (바라다)

ἀποκόπτοιντο

(그들은) 잘라버려지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκόπτου

(너는) 잘라버려져라

ἀποκοπτέσθω

(그는) 잘라버려져라

쌍수 ἀποκόπτεσθον

(너희 둘은) 잘라버려져라

ἀποκοπτέσθων

(그 둘은) 잘라버려져라

복수 ἀποκόπτεσθε

(너희는) 잘라버려져라

ἀποκοπτέσθων, ἀποκοπτέσθωσαν

(그들은) 잘라버려져라

부정사 ἀποκόπτεσθαι

잘라버려지는 것

분사 남성여성중성
ἀποκοπτομενος

ἀποκοπτομενου

ἀποκοπτομενη

ἀποκοπτομενης

ἀποκοπτομενον

ἀποκοπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέκοπτον

(나는) 잘라버리고 있었다

ἀπέκοπτες

(너는) 잘라버리고 있었다

ἀπέκοπτεν*

(그는) 잘라버리고 있었다

쌍수 ἀπεκόπτετον

(너희 둘은) 잘라버리고 있었다

ἀπεκοπτέτην

(그 둘은) 잘라버리고 있었다

복수 ἀπεκόπτομεν

(우리는) 잘라버리고 있었다

ἀπεκόπτετε

(너희는) 잘라버리고 있었다

ἀπέκοπτον

(그들은) 잘라버리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκοπτόμην

(나는) 잘라버려지고 있었다

ἀπεκόπτου

(너는) 잘라버려지고 있었다

ἀπεκόπτετο

(그는) 잘라버려지고 있었다

쌍수 ἀπεκόπτεσθον

(너희 둘은) 잘라버려지고 있었다

ἀπεκοπτέσθην

(그 둘은) 잘라버려지고 있었다

복수 ἀπεκοπτόμεθα

(우리는) 잘라버려지고 있었다

ἀπεκόπτεσθε

(너희는) 잘라버려지고 있었다

ἀπεκόπτοντο

(그들은) 잘라버려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέκοψα

(나는) 잘라버렸다

ἀπέκοψας

(너는) 잘라버렸다

ἀπέκοψεν*

(그는) 잘라버렸다

쌍수 ἀπεκόψατον

(너희 둘은) 잘라버렸다

ἀπεκοψάτην

(그 둘은) 잘라버렸다

복수 ἀπεκόψαμεν

(우리는) 잘라버렸다

ἀπεκόψατε

(너희는) 잘라버렸다

ἀπέκοψαν

(그들은) 잘라버렸다

접속법단수 ἀποκόψω

(나는) 잘라버렸자

ἀποκόψῃς

(너는) 잘라버렸자

ἀποκόψῃ

(그는) 잘라버렸자

쌍수 ἀποκόψητον

(너희 둘은) 잘라버렸자

ἀποκόψητον

(그 둘은) 잘라버렸자

복수 ἀποκόψωμεν

(우리는) 잘라버렸자

ἀποκόψητε

(너희는) 잘라버렸자

ἀποκόψωσιν*

(그들은) 잘라버렸자

기원법단수 ἀποκόψαιμι

(나는) 잘라버렸기를 (바라다)

ἀποκόψαις

(너는) 잘라버렸기를 (바라다)

ἀποκόψαι

(그는) 잘라버렸기를 (바라다)

쌍수 ἀποκόψαιτον

(너희 둘은) 잘라버렸기를 (바라다)

ἀποκοψαίτην

(그 둘은) 잘라버렸기를 (바라다)

복수 ἀποκόψαιμεν

(우리는) 잘라버렸기를 (바라다)

ἀποκόψαιτε

(너희는) 잘라버렸기를 (바라다)

ἀποκόψαιεν

(그들은) 잘라버렸기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκόψον

(너는) 잘라버렸어라

ἀποκοψάτω

(그는) 잘라버렸어라

쌍수 ἀποκόψατον

(너희 둘은) 잘라버렸어라

ἀποκοψάτων

(그 둘은) 잘라버렸어라

복수 ἀποκόψατε

(너희는) 잘라버렸어라

ἀποκοψάντων

(그들은) 잘라버렸어라

부정사 ἀποκόψαι

잘라버렸는 것

분사 남성여성중성
ἀποκοψᾱς

ἀποκοψαντος

ἀποκοψᾱσα

ἀποκοψᾱσης

ἀποκοψαν

ἀποκοψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκοψάμην

(나는) 잘라버려졌다

ἀπεκόψω

(너는) 잘라버려졌다

ἀπεκόψατο

(그는) 잘라버려졌다

쌍수 ἀπεκόψασθον

(너희 둘은) 잘라버려졌다

ἀπεκοψάσθην

(그 둘은) 잘라버려졌다

복수 ἀπεκοψάμεθα

(우리는) 잘라버려졌다

ἀπεκόψασθε

(너희는) 잘라버려졌다

ἀπεκόψαντο

(그들은) 잘라버려졌다

접속법단수 ἀποκόψωμαι

(나는) 잘라버려졌자

ἀποκόψῃ

(너는) 잘라버려졌자

ἀποκόψηται

(그는) 잘라버려졌자

쌍수 ἀποκόψησθον

(너희 둘은) 잘라버려졌자

ἀποκόψησθον

(그 둘은) 잘라버려졌자

복수 ἀποκοψώμεθα

(우리는) 잘라버려졌자

ἀποκόψησθε

(너희는) 잘라버려졌자

ἀποκόψωνται

(그들은) 잘라버려졌자

기원법단수 ἀποκοψαίμην

(나는) 잘라버려졌기를 (바라다)

ἀποκόψαιο

(너는) 잘라버려졌기를 (바라다)

ἀποκόψαιτο

(그는) 잘라버려졌기를 (바라다)

쌍수 ἀποκόψαισθον

(너희 둘은) 잘라버려졌기를 (바라다)

ἀποκοψαίσθην

(그 둘은) 잘라버려졌기를 (바라다)

복수 ἀποκοψαίμεθα

(우리는) 잘라버려졌기를 (바라다)

ἀποκόψαισθε

(너희는) 잘라버려졌기를 (바라다)

ἀποκόψαιντο

(그들은) 잘라버려졌기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκόψαι

(너는) 잘라버려졌어라

ἀποκοψάσθω

(그는) 잘라버려졌어라

쌍수 ἀποκόψασθον

(너희 둘은) 잘라버려졌어라

ἀποκοψάσθων

(그 둘은) 잘라버려졌어라

복수 ἀποκόψασθε

(너희는) 잘라버려졌어라

ἀποκοψάσθων

(그들은) 잘라버려졌어라

부정사 ἀποκόψεσθαι

잘라버려졌는 것

분사 남성여성중성
ἀποκοψαμενος

ἀποκοψαμενου

ἀποκοψαμενη

ἀποκοψαμενης

ἀποκοψαμενον

ἀποκοψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔφυγεν Ἀδωνιβεζέκ, καὶ κατέδραμον ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐλάβοσαν αὐτὸν καὶ ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ τὰ ἄκρα τῶ ποδῶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 1:6)

    (70인역 성경, 판관기 1:6)

  • καὶ ἔλαβεν Ἀννὼν τοὺσ παῖδασ Δαυὶδ καὶ ἐξύρησε τοὺσ πώγωνασ αὐτῶν καὶ ἀπέκοψε τοὺσ μανδύασ αὐτῶν ἐν τῷ ἡμίσει ἕωσ τῶν ἰσχίων αὐτῶν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτούσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 10:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 10:4)

  • ἐπεὶ δὲ τοῦ μὲν ἀρχαίου ἀπέκοπτον οὐθέν, ἀεὶ δὲ μάτην ἐδαπάνων, νόμισμα ἔκοψαν σιδηροῦν εἰσ ἀργυρίου λόγον εἴκοσι ταλάντων, εἶτα διδόντεσ τοῖσ εὐπορωτάτοισ ἐν τῇ πόλει κατὰ λόγον ἑκάστῳ ἀργύριον παρ’ ἐκείνων ἔλαβον ἴσον. (Aristotle, Economics, Book 2 59:2)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 59:2)

  • τὸ μικρὰ καὶ κατὰ μέροσ τῶν ἡμαρτημένων ἰᾶσθαι καὶ ἀποκόπτειν ὕδραν τινὰ τέμνοντοσ, ὥσ φησιν ὁ Πλάτων, ἡγησάμενοσ εἶναι, τὴν ἅμα πάντα ἀπαλλάξαι κακὰ καὶ μετασκευάσαι δυναμένην μεταβολὴν ἐπῆγε τοῖσ πράγμασιν. (Plutarch, Comparison of Agis and Cleomenes and the Gracchi, chapter 2 2:1)

    (플루타르코스, Comparison of Agis and Cleomenes and the Gracchi, chapter 2 2:1)

  • ὁ δὲ δικαστικόσ, ᾧ τὸ πλεῖστον ἀπέκοψε τῆσ τῶν συγκλητικῶν δυνάμεωσ, μόνοι γὰρ ἔκρινον τὰσ δίκασ, καὶ διὰ τοῦτο φοβεροὶ τῷ τε δήμῳ καὶ τοῖσ ἱππεῦσιν ἦσαν, ὁ δὲ τριακοσίουσ τῶν ἱππέων προσκατέλεξεν αὐτοῖσ οὖσι τριακοσίοισ, καὶ τὰσ κρίσεισ κοινὰσ τῶν ἑξακοσίων ἐποίησε. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 5 2:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 5 2:2)

유의어

  1. 잘라버리다

  2. 슬프다

  3. 잘라버리다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION