헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκτέμνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκτέμνω ἐκτεμῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + τέμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 자르다, 잘라내다, 넘어뜨리다, 쓰러뜨리다, 때려눕히다
  1. to cut out, to cut down trees, fell, cut to shape
  2. to cut away sinews and the like

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτέμνω

(나는) 자른다

ἐκτέμνεις

(너는) 자른다

ἐκτέμνει

(그는) 자른다

쌍수 ἐκτέμνετον

(너희 둘은) 자른다

ἐκτέμνετον

(그 둘은) 자른다

복수 ἐκτέμνομεν

(우리는) 자른다

ἐκτέμνετε

(너희는) 자른다

ἐκτέμνουσιν*

(그들은) 자른다

접속법단수 ἐκτέμνω

(나는) 자르자

ἐκτέμνῃς

(너는) 자르자

ἐκτέμνῃ

(그는) 자르자

쌍수 ἐκτέμνητον

(너희 둘은) 자르자

ἐκτέμνητον

(그 둘은) 자르자

복수 ἐκτέμνωμεν

(우리는) 자르자

ἐκτέμνητε

(너희는) 자르자

ἐκτέμνωσιν*

(그들은) 자르자

기원법단수 ἐκτέμνοιμι

(나는) 자르기를 (바라다)

ἐκτέμνοις

(너는) 자르기를 (바라다)

ἐκτέμνοι

(그는) 자르기를 (바라다)

쌍수 ἐκτέμνοιτον

(너희 둘은) 자르기를 (바라다)

ἐκτεμνοίτην

(그 둘은) 자르기를 (바라다)

복수 ἐκτέμνοιμεν

(우리는) 자르기를 (바라다)

ἐκτέμνοιτε

(너희는) 자르기를 (바라다)

ἐκτέμνοιεν

(그들은) 자르기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτέμνε

(너는) 잘라라

ἐκτεμνέτω

(그는) 잘라라

쌍수 ἐκτέμνετον

(너희 둘은) 잘라라

ἐκτεμνέτων

(그 둘은) 잘라라

복수 ἐκτέμνετε

(너희는) 잘라라

ἐκτεμνόντων, ἐκτεμνέτωσαν

(그들은) 잘라라

부정사 ἐκτέμνειν

자르는 것

분사 남성여성중성
ἐκτεμνων

ἐκτεμνοντος

ἐκτεμνουσα

ἐκτεμνουσης

ἐκτεμνον

ἐκτεμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτέμνομαι

(나는) 잘린다

ἐκτέμνει, ἐκτέμνῃ

(너는) 잘린다

ἐκτέμνεται

(그는) 잘린다

쌍수 ἐκτέμνεσθον

(너희 둘은) 잘린다

ἐκτέμνεσθον

(그 둘은) 잘린다

복수 ἐκτεμνόμεθα

(우리는) 잘린다

ἐκτέμνεσθε

(너희는) 잘린다

ἐκτέμνονται

(그들은) 잘린다

접속법단수 ἐκτέμνωμαι

(나는) 잘리자

ἐκτέμνῃ

(너는) 잘리자

ἐκτέμνηται

(그는) 잘리자

쌍수 ἐκτέμνησθον

(너희 둘은) 잘리자

ἐκτέμνησθον

(그 둘은) 잘리자

복수 ἐκτεμνώμεθα

(우리는) 잘리자

ἐκτέμνησθε

(너희는) 잘리자

ἐκτέμνωνται

(그들은) 잘리자

기원법단수 ἐκτεμνοίμην

(나는) 잘리기를 (바라다)

ἐκτέμνοιο

(너는) 잘리기를 (바라다)

ἐκτέμνοιτο

(그는) 잘리기를 (바라다)

쌍수 ἐκτέμνοισθον

(너희 둘은) 잘리기를 (바라다)

ἐκτεμνοίσθην

(그 둘은) 잘리기를 (바라다)

복수 ἐκτεμνοίμεθα

(우리는) 잘리기를 (바라다)

ἐκτέμνοισθε

(너희는) 잘리기를 (바라다)

ἐκτέμνοιντο

(그들은) 잘리기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτέμνου

(너는) 잘려라

ἐκτεμνέσθω

(그는) 잘려라

쌍수 ἐκτέμνεσθον

(너희 둘은) 잘려라

ἐκτεμνέσθων

(그 둘은) 잘려라

복수 ἐκτέμνεσθε

(너희는) 잘려라

ἐκτεμνέσθων, ἐκτεμνέσθωσαν

(그들은) 잘려라

부정사 ἐκτέμνεσθαι

잘리는 것

분사 남성여성중성
ἐκτεμνομενος

ἐκτεμνομενου

ἐκτεμνομενη

ἐκτεμνομενης

ἐκτεμνομενον

ἐκτεμνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέτεμνον

(나는) 자르고 있었다

ἐξέτεμνες

(너는) 자르고 있었다

ἐξέτεμνεν*

(그는) 자르고 있었다

쌍수 ἐξετέμνετον

(너희 둘은) 자르고 있었다

ἐξετεμνέτην

(그 둘은) 자르고 있었다

복수 ἐξετέμνομεν

(우리는) 자르고 있었다

ἐξετέμνετε

(너희는) 자르고 있었다

ἐξέτεμνον

(그들은) 자르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετεμνόμην

(나는) 잘리고 있었다

ἐξετέμνου

(너는) 잘리고 있었다

ἐξετέμνετο

(그는) 잘리고 있었다

쌍수 ἐξετέμνεσθον

(너희 둘은) 잘리고 있었다

ἐξετεμνέσθην

(그 둘은) 잘리고 있었다

복수 ἐξετεμνόμεθα

(우리는) 잘리고 있었다

ἐξετέμνεσθε

(너희는) 잘리고 있었다

ἐξετέμνοντο

(그들은) 잘리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὲ δὲ ταχέωσ μετελεύσεται ὁ Θεόσ, τὴν γὰρ τῶν θείων ὕμνων μελῳδὸν γλῶτταν ἐκτέμνεισ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 10:21)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 10:21)

  • "Ἀρτέμων δ’ ἐν τῷ πρώτῳ περὶ Διονυσιακοῦ Συστήματοσ Τιμόθεόν φησι τὸν Μιλήσιον παρά τοῖσ πολλοῖσ δόξαι πολυχορδοτέρῳ συστήματι χρήσασθαι τῇ μαγάδι διὸ καὶ παρὰ τοῖσ Λάκωσιν εὐθυνόμενον ὡσ παραφθείροι τὴν ἀρχαίαν μουσικήν, καὶ μέλλοντόσ τινοσ ἐκτέμνειν αὐτοῦ τὰσ περιττὰσ τῶν χορδῶν, δεῖξαι παρ’ αὐτοῖσ ὑπάρχοντα Ἀπολλωνίσκον πρὸσ τὴν αὑτοῦ σύνταξιν ἰσόχορδον λύραν ἔχοντα καὶ ἀφεθῆναι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:6)

  • "τοιαύτην χώραν ἡδονῶν τοσούτων Ἐπίκουροσ ἐκτέμνεται, καὶ ἐπὶ ταῖσ ἐκ θεῶν ἐλπίσιν ὥσπερ εἴρηται καὶ χάρισιν ἀναιρεθείσαισ τοῦ θεωρητικοῦ τὸ φιλομαθὲσ καὶ τοῦ πρακτικοῦ τὸ φιλότιμον ἀποτυφλώσασ εἰσ στενόν τι κομιδῇ καὶ οὐδὲ καθαρὸν τὸ ἐπὶ τῇ σαρκὶ τῆσ ψυχῆσ χαῖρον συνέστειλε καὶ κατέβαλε τὴν φύσιν, ὡσ μεῖζον ἀγαθὸν τοῦ τὸ κακὸν φεύγειν οὐδὲν ἔχουσαν. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 314)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 314)

  • ὅσ φησιν ὡσ ἐγὼ μὲν παρειστήκη, οἱ δ’ οἰκέται ἐξέτεμνον τὰ πρέμνα, ἀναθέμενοσ δὲ ὁ βοηλάτησ ὤχετο ἀπάγων τὰ ξύλα. (Lysias, Speeches, 24:2)

    (리시아스, Speeches, 24:2)

  • ἐπιβουλεύων, καὶ ληφθεὶσ στρεβλῶται καὶ ἐκτέμνηται καὶ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ ἐκκάηται, καὶ ἄλλασ πολλὰσ καὶ μεγάλασ καὶ παντοδαπὰσ λώβασ αὐτόσ τε λωβηθεὶσ καὶ τοὺσ αὑτοῦ ἐπιδὼν παῖδάσ τε καὶ γυναῖκα τὸ ἔσχατον ἀνασταυρωθῇ ἢ καταπιττωθῇ, οὗτοσ εὐδαιμονέστεροσ ἔσται ἢ ἐὰν διαφυγὼν τύραννοσ καταστῇ καὶ ἄρχων ἐν τῇ πόλει διαβιῷ ποιῶν ὅτι ἂν βούληται, ζηλωτὸσ ὢν καὶ εὐδαιμονιζόμενοσ ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων; (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 160:1)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 160:1)

유의어

  1. 자르다

  2. to cut away sinews and the like

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION